Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δασικά οικοσυστήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δασικά οικοσυστήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Οκτ 2009

O Ρόλος της Πολιτικής Προστασίας στην Αντιμετώπιση των Δασικών Πυρκαγιών και άλλων Φυσικών Καταστροφών

O Ρόλος της Πολιτικής Προστασίας στην Αντιμετώπιση των Δασικών Πυρκαγιών και άλλων Φυσικών Καταστροφών

Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος

Διευθυντής Ερευνών Σεισμολογίας, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

(papadop@gein.noa.gr)


Οι οδυνηρές εμπειρίες από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 και του 2009 επανέφεραν στο προσκήνιο το γενικότερο θέμα των φυσικών κινδύνων στη χώρα μας και την αντιμετώπισή τους. Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν σημαντική φυσική καταστροφή στη χώρα. Δεν είναι η μόνη. Ας θυμηθούμε τους σεισμούς του Ιονίου (1953) με 455 θύματα, της Θεσσαλονίκης (1978), των Αλκυονίδων (1981), της Καλαμάτας (1986), και του Αιγίου (1995), που προκάλεσαν καταστροφές και 120 θύματα, τις πλημμύρες στην Αθήνα (Οκτώβριος 1977, 25 θύματα), τον καύσωνα του 1987 (700 θύματα), τον σεισμό της Πάρνηθας (7 Σεπτεμβρίου 1999, 143 θύματα).

Για μια μικρή χώρα ο απολογισμός είναι τραγικός. Τραγική είναι και η αξιολόγηση του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας. Με τις πυρκαγιές του 2007 κάηκαν 75 άνθρωποι αβοήθητοι, απληροφόρητοι ακόμη και σε βασικούς κανόνες αυτοπροστασίας. H Γ.Γ.Π.Π. του Υπουργείου Εσωτερικών κατέρρευσε. Δεν μπόρεσε ούτε στοιχειωδώς να συντονίσει το έργο της καταστολής των πυρκαγιών και της προστασίας των πολιτών. Οι δικαιολογίες ήταν αστείες: ο «στρατηγός άνεμος», το «οργανωμένο σχέδιο», «η κόντρα» του τότε Γενικού Γραμματέα Π.Π. με τον αρχηγό της Πυροσβεστικής. Η τοπική αυτοδιοίκηση, αβοήθητη αλλά ανέμελη, αιφνιδιάστηκε και κατέρρευσε και αυτή. Μετά, ουδείς ασχολήθηκε, ουδείς αναζήτησε ευθύνες. Δηλαδή, καλώς κάηκαν 75 άνθρωποι; Kαλώς κατακάηκαν πάνω από 2.500.000 στρέμματα; Kαλώς καταστράφηκαν η χλωρίδα και πανίδα;

Ο ρόλος της Π.Π. είναι βαθιά ανθρωπιστικός, γιατί υπηρετεί πρωτίστως την προστασία της ζωής και ακολούθως της ανθρώπινης περιουσίας και του φυσικού περιβάλλοντος, από φυσικούς και τεχνολογικούς κινδύνους. Η Π.Π. είναι δημόσιο αγαθό που το κράτος υποχρεούται να παρέχει στους πολίτες και το οποίο οι πολίτες δικαιούνται να αξιώνουν από το κράτος.


Στην τελευταία 30ετία σημειώθηκε πρόοδος στην Π.Π.. Στον τομέα των σεισμών, η επιστημονική παρακολούθηση βελτιώθηκε, σχέδια έκτακτης ανάγκης εκπονήθηκαν, συγκροτήθηκαν ομάδες διάσωσης. Όμως, με την εξέλιξη της κοινωνίας, π.χ. κατασκευή νέων έργων, εγκατάσταση νέων ενεργειακών συστημάτων, κ.λ.π., αυξάνουν οι ανάγκες αντισεισμικής προστασίας και γιαυτό απέχουμε πολύ από το επίπεδο που επιβάλλουν οι ανάγκες. Η διαπίστωση ισχύει γενικά για την Π.Π. στη χώρα.

Οι αδυναμίες είναι πολλές. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν καλλιεργείται «κουλτούρα πρόληψης». Απουσιάζουν τα επιστημονικώς τεκμηριωμένα «σενάρια καταστροφής» βάσει των οποίων θα οργανώνεται ο σχεδιασμός. Οι ασκήσεις ετοιμότητας σε προσομοιωμένες συνθήκες καταστροφής, αποτελούν άγνωστη περιοχή για την Π.Π. της χώρας. Τα συστήματα έγκαιρης ανίχνευσης και προειδοποίησης (π.χ. για δασικές πυρκαγιές) δεν έχουν αξιοποιηθεί, με εξαίρεση τα μετεωρολογικά φαινόμενα.

Δεν υπάρχει σχέδιο για μιά «κουλτούρα πρόληψης». Η βάση ενός τέτοιου σχεδίου πρέπει να τοποθετείται στα σχολικά χρόνια με την ενημέρωση και εκπαίδευση. Π.χ., μετά από σύντομη ενημέρωση που μπορεί να πάρει ακόμη και τη μορφή παιχνιδιού, μπορούμε όλοι να προετοιμάσουμε μικρά και απλά σενάρια για το τι θα κάνουμε σε περίπτωση σεισμού ή άλλου επικίνδυνου φαινομένου. Που θα βρεθεί η οικογένεια μετά από σεισμό; Ποιός θα πάρει το παιδί από το σχολείο; Απλά πράγματα αλλά χρήσιμα την ώρα του κινδύνου.


Η πολιτική εξουσία εξαγγέλλει κάθε τόσο δήθεν νέες τομές στην Π.Π., αλλά αδυνατεί να χαράξει βασικούς στόχους και να επιδιώξει την επίτευξή τους. Αδυνατεί να εντοπίσει κατάλληλους ανθρώπους. Από την ίδρυση της Γ.Γ.Π.Π. (1995) μέχρι σήμερα, έχουν θητεύσει επτά γενικοί γραμματείς, δηλαδή κάθε περίπου δύο χρόνια ο Γ.Γ. αλλάζει. Για λόγους σύγκρισης, στην Ιταλική Π.Π., την καλύτερη της Ευρώπης, ο επί κεφαλής βρίσκεται εκεί επί οκτώ χρόνια. Οι επιλεγόμενοι στην Ελλάδα είναι κατά κανόνα απόστρατοι αξιωματικοί. Στην Ιταλία οι επιλεγόμενοι είναι κατά κανόνα επιστήμονες, όπως και στις περισσότερες χώρες που έχουν ανεπτυγμένη Π.Π.. Αυτό σημαίνει και εξηγεί πολλά.

Σημαίνει ότι όσοι προηγούνται στον τομέα αυτό έχουν καταλάβει ότι η Π.Π. δεν είναι στρατιωτική επιχείρηση αλλά μιά πολυσύνθετη διαδικασία όπου η δημόσια διοίκηση, με κεντρικά όπλα την επιστημονική γνώση και τεχνολογία, και την ενεργοποίηση των ΟΤΑ και των πολιτών, προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους κινδύνους. Και εξηγεί ακριβώς γιατί εκείνοι προηγούνται και εμείς υστερούμε.


Ο επιχειρησιακός βραχίων της ΠΠ είναι αναμφίβολα η Πυροσβεστική Υπηρεσία (ΠΥ), η οποία επιβάλλεται να αφεθεί απερίσπαστη στο έργο της, μακριά από κομματικούς ανταγωνισμούς, και να ενισχυθεί δραστικά σε μέσα, εξοπλισμό, προσωπικό και υποστηρικτικές δράσεις (εκπαίδευση, ασκήσεις, επιμόρφωση, κλπ).


Το βασικό τοπικό κύτταρο στην αποτελεσματική ΠΠ είναι οι ΟΤΑ, κυρίως οι Δήμοι. Επιβάλλεται η ενίσχυση του ρόλου τους στην ΠΠ με τη θεσμοθέτηση Κέντρων Επιχειρήσεων Εκτάκτων Ανάγκων στους μεγάλους Δήμους της χώρας, την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ και την ενίσχυσή τους για απόκτηση υποδομών και εξοπλισμού.


Οι ομάδες εθελοντών και ενεργών πολιτών και οι ΜΚΟ διψούν για προσφορά και μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Όμως, η Π.Π. της χώρας, γραφειοκρατική, αντιεπιστημονική, άτολμη, χωρίς φαντασία, δεν κατόρθωσε να τις αγκαλιάσει και αξιοποιήσει.

Το θεσμικό επίτευγμα στον τομέα της Π.Π. στη χώρα μας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε ο διαχωρισμός της «πολιτικής προστασίας» από την «πολιτική άμυνα» και η ίδρυση της Γ.Γ.Π.Π. το 1995. Φαίνεται, όμως, ότι η στρατιωτική λογική επέζησε. Από τους επτά γενικούς γραμματείς οι έξη είναι απόστρατοι και ο ένας μόνο επιστήμονας.


Για τους Οικολόγους Πράσινους η ΠΠ δεν είναι στρατιωτική επιχείρηση αλλά μιά πολυσύνθετη διαδικασία όπου η δημόσια διοίκηση με όπλα την επιστημονική γνώση και τεχνολογία, με επιχειρησιακό βραχίωνα την ΠΥ, με την ενεργοποίηση των ΟΤΑ και των πολιτών, και με την ανάπτυξη κουλτούρας πρόληψης, εξαντλεί όλες τις δυνατότητες για την αντιμετώπιση των κινδύνων.


Η χώρα χρειάζεται επειγόντως δραστική μεταβολή στο σύστημα πολιτικής προστασίας στο πλαίσιο των παραπάνω προτάσεων. Ο κεντρικός και συντονιστικός ρόλος της Γεν. Γραμματείας ΠΠ πρέπει να καταστεί απολύτως διακριτός. Το σύστημα ΠΠ στη χώρα θα αποτυγχάνει συνεχώς αν η ΓΓΠΠ δεν αναλάβει αυτό το ρόλο τόσο στο στάδιο της πρόληψης και προετοιμασίας όσο και στα στάδια της καταστροφικής κρίσης και της αποκατάστασης.

Υπάρχει πράσινη οικονομία χωρίς δασικά οικοσυστήματα;

Υπάρχει πράσινη οικονομία χωρίς δασικά οικοσυστήματα;

Κωνσταντίνος Γ. Παπασπυρόπουλος
M.Sc. Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος, Υποψήφιος Διδάκτορας Δασικής Οικονομικής ΑΠΘ, Εργαστηριακός Συνεργάτης ΤΕΙ Λαμίας

Φίλες και φίλοι, καταρχήν να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω σε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα για τη Δασοπροστασία. Ως Δασολόγος, ως Υποψήφιος Διδάκτορας της Δασικής Οικονομικής στο ΑΠΘ, αλλά και ως δάσκαλος τέτοιων θεμάτων στο ΤΕΙ Λαμίας, χαίρομαι όταν υπάρχουν πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην αφύπνιση όλων μας σχετικά με την αξία των δασικών οικοσυστημάτων και την αναγκαιότητα προστασίας τους.

Η ημερίδα αυτή, λοιπόν, τιτλοφορείται: «Η Δασοπροστασία ως Εθνική Προτεραιότητα». Επιτρέψτε μου να θέσω ένα, ρητορικό ίσως, ερώτημα: μήπως τελικά μιλάμε για τα αυτονόητα; Για πράγματα τα οποία δεν θα έπρεπε να απασχολούν καθόλου την καθημερινότητά μας, αλλά να τα θεωρούμε δεδομένα; Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν κομμάτι του εγχώριου φυσικού μας κεφαλαίου. Ενός κεφαλαίου του οποίου η οικονομική αποτίμηση προτείνεται πια από τα Ηνωμένα Έθνη και πολλούς ακαδημαϊκούς παγκοσμίως να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι των εθνικών μας λογαριασμών και να επηρεάζει τη διαχρονική πορεία της οικονομίας μας. Θα ανέμενε κανείς, λοιπόν, πως θα ήμασταν οι πρώτοι που θα έπρεπε να τα διαφυλάττουμε, ως ένα σημαντικότατο περιουσιακό μας στοιχείο. Πως όντως η Δασοπροστασία θα αποτελούσε Εθνική Προτεραιότητα και Υποχρέωση. Αντ’ αυτού, όμως, η συμπεριφορά μας ως προς τον δασικό πλούτο της χώρας μάς έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία έχουμε αρχίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά να «χάνουμε και το δάσος και το δένδρο»… Για το λόγο αυτό, η δική μου ομιλία σε αυτή την ημερίδα έχει ως στόχο να αναδείξει τον πολύπλευρο οικονομικό ρόλο των δασικών οικοσυστημάτων και πώς αυτά αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της λεγόμενης πράσινης οικονομίας.

Το «πρασίνισμα» της οικονομίας έχει αρχίσει να συζητείται παγκοσμίως εδώ και 40 χρόνια περίπου. Από τότε που ακαδημαϊκοί και διάφοροι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο τρόπος με τον οποίο μετρούμε την ευημερία των εθνικών μας οικονομιών μέσω των εθνικών λογαριασμών και τη δημιουργία δεικτών σαν το ΑΕΠ είναι λανθασμένος, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη η χρήση των φυσικών πόρων, του εθνικού φυσικού κεφαλαίου δηλαδή, της κάθε χώρας. Σε τι ακριβώς κάνουμε λάθος, δηλαδή; Να σας δώσω το παρακάτω απλό παράδειγμα: ενώ καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς το εισόδημα που προκύπτει από την υλοτομία της ξυλείας, δεν καταγράφεται πουθενά η ελάττωση του δάσους από το οποίο προκύπτει αυτή η ξυλεία. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για τα παραγόμενα από τον άνθρωπο βιομηχανικά προϊόντα, όποτε τα χρησιμοποιούμε, υπολογίζουμε πάντα και τις αποσβέσεις. Στους δασικούς και γενικά στους φυσικούς πόρους δεν κάνουμε κάτι αντίστοιχο.

Από τις πρώτες χώρες που αντέδρασε θετικά σε αυτή την συζήτηση ήταν η Νορβηγία, η οποία διαπίστωσε ότι οι φυσικοί πόροι πάνω στους οποίους στηριζόταν η οικονομική της ανάπτυξη δεν ήταν ανανεώσιμοι, και κάποια στιγμή θα τελείωνε η διαθεσιμότητά τους. Για το λόγο αυτό, εφάρμοσε κατά τη δεκαετία του 70 ένα σύστημα εθνικών λογαριασμών οι οποίοι απεκάλυπταν την ετήσια χρήση των δασών, της αλιείας, των ενεργειακών πόρων και της γης, και με βάση αυτά τα δεδομένα εφάρμοσε τις αναγκαίες πολιτικές για τους τομείς της οικονομίας που εξαρτιόνταν από τους φυσικούς πόρους. Οι πρώτες αυτές προσπάθειες της Νορβηγίας, μετέπειτα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, αλλά και η έρευνα για τη δημιουργία των λεγόμενων «περιβαλλοντικών», ή «πράσινων» λογαριασμών, οδήγησε τα Ηνωμένα Έθνη το 1993 στη δημιουργία του Συστήματος Ενοποιημένων Περιβαλλοντικών και Οικονομικών λογαριασμών με απώτερο στόχο να χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον από τα κράτη του δυτικού κόσμου, ενώ μετά από διάφορες αλλαγές κατέληξε στη νέα έκδοσή τους το 2003.
Στο «πράσινο» αυτό, λοιπόν, σύστημα, προτείνεται επιγραμματικά η δημιουργία λογαριασμών που να δείχνουν σε φυσικές μονάδες τη ροή των φυσικών πόρων από το περιβάλλον στην οικονομία, καθώς και λογαριασμών που να αποκαλύπτουν τα αποθέματα των φυσικών πόρων και τις αυξομειώσεις στη διαθεσιμότητά τους διαχρονικά. Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι δυνατή η κατάληξη σε περιβαλλοντικά διορθωμένους μακροοικονομικούς δείκτες που θα αποκαλύπτουν την ευημερία μιας οικονομίας, έχοντας λάβει υπόψη τη χρήση των φυσικών πόρων.

Φυσικά, το σύστημα αυτό, παρόλο που κινείται στη σωστή κατεύθυνση για τον στόχο της αειφορίας, έχει διάφορα προβλήματα. Σημαντικότερο όλων ότι δεν απαιτεί να συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς τους λογαριασμούς οι υπηρεσίες του οικοσυστήματος που
δεν έχουν κάποια αγοραία αξία. Έτσι, όμως, δεν καταδεικνύεται η συνολική σημασία του φυσικού πόρου για την οικονομία μιας χώρας. Εμείς οι επιστήμονες του περιβάλλοντος προτείνουμε αυτό να γίνεται μέσω της εκτίμησης της Συνολικής Οικονομικής Αξίας (total economic value) των φυσικών πόρων και της ένταξής τους στους παραπάνω λογαριασμούς. Η συνολική οικονομική αξία είναι το άθροισμα της αξίας χρήσης (use value) και της αξίας μη χρήσης (non-use value) ενός πόρου. Η αξία χρήσης, αντίστοιχα, είναι το άθροισμα της άμεσης αξίας χρήσης (direct use value), της έμμεσης αξίας χρήσης (indirect use value) και της δυνητικής αξίας (option value). Η αξία μη χρήσης, τέλος, είναι το άθροισμα της κληροδοτικής αξίας (bequest value) και της αξίας ύπαρξης (existence value).

Για να σας δώσω να καταλάβετε πώς αυτό το σύστημα εφαρμόζεται, θα αναφερθώ στα δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας, που αποτελούν το μεγαλύτερο φυσικό μας πόρο, αφού καταλαμβάνει το 49,5% της χερσαίας μας έκτασης (6,5 εκ Ηα). Η άμεση αξία χρήσης στα δάση μας (direct use value) είναι η αξία που προκύπτει από την άμεση χρήση τους για ξυλεία, για αναψυχή, βόσκηση, κυνήγι, και μη ξυλώδη προϊόντα. Οι δραστηριότητες αυτές μπορεί να είναι εμπορεύσιμες, δηλαδή να υπόκεινται στους νόμους της αγοράς, όπως το ξύλο, ή μη εμπορεύσιμες, δηλαδή να μην υπάρχει κάποια κανονική αγορά στην οποία να εμπορεύονται (συγκομιδή καυσόξυλου). Η έμμεση αξία χρήσης (indirect use value) είναι η αξία που προκύπτει από την έμμεση χρήση των περιβαλλοντικών αγαθών. Αυτή η έμμεση χρήση έχει να κάνει κυρίως με την οικολογική λειτουργία τους, όπως είναι η προστασία από τις πλημμύρες, η αντιδιαβρωτική προστασία, τα ενδιαιτήματα άγριας ζωής, η δέσμευση CO2 και η προστασία του εδάφους. Η δυνητική αξία (option value) είναι η αξία που προκύπτει από την προοπτική να χρησιμοποιήσει κάποιος το αγαθό κάποτε στο μέλλον. Όλες αυτές οι αξίες προκύπτουν από τη χρήση του δάσους γι αυτό και ονομάζονται αξίες χρήσης.
Η αξία μη χρήσης, από την άλλη, είναι η αξία που οι άνθρωποι προσδίδουν στους δασικούς πόρους και που δεν συνδέεται με χρήση τους. Τα δύο πιο συνηθισμένα παραδείγματα είναι η κληροδοτική αξία (bequest value) και η αξία ύπαρξης (existence value). Η κληροδοτική αξία σχετίζεται με το όφελος που έχει κάποιος όταν γνωρίζει ότι κάποιος άλλος ωφελείται ή θα ωφελείται στο μέλλον από τον πόρο αυτό. Αυτή είναι ίσως και η πιο ηθική αξία που απορρέει από τη σχέση μας με τους δασικούς πόρους και το σε τι κατάσταση θα τους μεταβιβάσουμε στα παιδιά μας. Η αξία ύπαρξης, τέλος, αντικατοπτρίζει το όφελος του να γνωρίζει κανείς ότι ο πόρος υπάρχει, ακόμα και αν είναι απίθανο να τον χρησιμοποιήσει με κάποιο τρόπο.
Ας δούμε λίγο τις άμεσες αξίες χρήσης στα δάση μας. Παραδοσιακή τέτοια αξία είναι η απόληψη της ξυλείας. Παρόλο που πια τα δάση δεν χρησιμοποιούνται για αποκλειστικά
ξυλοπαραγωγικούς σκοπούς, όπως γινόταν παλιότερα, και έχουμε μετατοπιστεί στην πολυλειτουργική δασοπονία, η προστασία τους είναι και για το προϊόν αυτό αναγκαία.

Έρευνα του 2007 σε εννιά χώρες της ΕΕ αποδεικνύει πως κατά μέσο όρο μια μείωση των δασικών πόρων κατά 1 ευρώ προκαλεί μείωση του οικονομικού αποτελέσματος ολόκληρης της εθνικής οικονομίας κατά 2,7 ευρώ. Από αυτά, μόνο το 1,1 είναι μείωση του οικονομικού αποτελέσματος στο δασικό τομέα, δηλαδή τις επιχειρήσεις μεταποίησης ξυλείας, τις επιχειρήσεις επίπλων καθώς και τις επιχειρήσεις χαρτιού. Τα υπόλοιπα 1,6 ευρώ είναι επίπτωση στην εθνική οικονομία.
Σημαντική είναι η συμβολή, όμως, και προϊόντων τα οποία δεν συμμετέχουν στο μηχανισμό της αγοράς, αλλά έχουν άμεση αξία χρήσης. Τέτοια είναι για παράδειγμα τα καυσόξυλα που συλλέγονται ατελώς από τους παραδασόβιους πληθυσμούς, ή τα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα (όπως τα θηράματα, το μέλι, τα κάστανα, η ρίγανη, η ρητίνη) των οποίων η σημαντικότητα έχει αρχίσει να ξανασυζητείται, αφού όπως υπολόγισαν πολύ πρόσφατα ερευνητές στην Ελβετία η αγορά αυτή έχει ετήσια τρέχουσα αξία γύρω στα 25 εκατομμύρια ευρώ. Στην Ελλάδα, γνωστή σημαντική οικονομική αξία από μη ξυλώδη προϊόντα είναι αυτή που προκύπτει από τη δραστηριότητα της θήρας, η οποία σύμφωνα με το ΥΑΑΤ άφηνε στο κράτος το 2005 γύρω στα 5,5 εκατομμύρια ευρώ μέσω των αδειών θήρας, καθώς και ένα άγνωστο, αλλά σημαντικό ποσό στις μικρές τοπικές επιχειρήσεις της περιφερειακής οικονομίας που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτή τη δραστηριότητα, όπως οι επιχειρήσεις εστίασης και καταλυμάτων.

Γενικότερα, όμως, μιλώντας, η δασική αναψυχή στη χώρα μας, ως έμμεση αξία χρήσης, φαίνεται να μην είναι ένα τόσο διαδεδομένο προϊόν. Παρόλο μάλιστα που στην Ελλάδα έχουμε ένα μεγάλο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών ενταγμένων στο δίκτυο Φύση 2000, φαίνεται πως αρκετοί από εμάς αγνοούν αυτές τις περιοχές ως πηγές αναψυχής, πολιτισμού και αισθητικών αξιών.
Για παράδειγμα, έρευνά μας στο Αισθητικό Δάσος Κουρί του Αλμυρού στο Νομό Μαγνησίας, δηλαδή στο μοναδικό πεδινό δρυοδάσος της Ελλάδας και ένα από τα ελάχιστα της ΝΑ Ευρώπης, έδειξε ότι το 80% των επισκεπτών ήταν κάτοικοι του Αλμυρού, ενώ το υπόλοιπο 20% είχε άμεση σχέση με την γύρω περιοχή, καταδεικνύοντας την «άγνοια» του υπόλοιπου πληθυσμού της χώρας για το βιογενετικό αυτό απόθεμα. Επίσης, από τους επισκέπτες αυτούς, γύρω στο 55% το επισκέπτονταν μόνο για να καθίσουν στο εστιατόριο – καφέ, το οποίο μάλιστα βρισκόταν λίγα μέτρα μόλις από την είσοδο του δάσους, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουν τις οικολογικές αξίες της περιοχής.
Παρόλα αυτά, όμως, οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται να αναγνωρίζουν θεωρητικά τη σημαντικότητα ύπαρξης τέτοιων περιοχών και των οικολογικών αξιών που προσφέρουν,
δηλώνοντας έτοιμοι να πληρώσουν κάποιο αντίτιμο για να έχουν την ευκαιρία να συνεχίσουν να απολαμβάνουν, έστω και δυνητικά τις ωφέλειες που προκύπτουν από αυτούς. Θα σας αναφέρω χαρακτηριστικά δύο έρευνες του Εργαστηρίου Δασικής Οικονομικής του ΑΠΘ, μια για το περιαστικό δάσος Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη και μια, η προαναφερθείσα, για το Αισθητικό Δάσος Κουρί του Νομού Μαγνησίας.
Όσον αφορά το Δάσος του Σέιχ Σου, η έρευνα απέδειξε ότι οι συμμετέχοντες, που ήταν πάνω από 400 άτομα, είναι έτοιμοι σε ποσοστό 84% εξ αυτών να πληρώσουν ετήσια εφάπαξ εισφορά για την προστασία του δάσους περί τα 29,5 ευρώ (τιμές 2003). Η προθυμία αυτή αποκαλύπτει ότι το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης έχει μια Συνολική Οικονομική Αξία η οποία αποτιμάται περίπου στα 304 εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη, οι επισκέπτες του Αισθητικού Δάσους Κουρί στον Αλμυρό του Βόλου επιθυμούν και αυτοί σε ποσοστό 84% να πληρώνουν 3 ευρώ ανά επίσκεψη για την είσοδό τους στο Δάσος, στο υποθετικό σενάριο της έλλειψης επαρκών πόρων για την προστασία του. Αυτή η προθυμία πληρωμής αποκαλύπτει μια αξία του Δάσους Κουρί περί τα 13 εκατομμύρια ευρώ. Με αυτά τα στοιχεία καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό θεωρείται το δασικό κεφάλαιο της χώρας και, σε σύνδεση με τα προηγούμενα που σας ανέφερα, τι επίπτωση θα είχε στην οικονομία μας μια ξαφνική απώλειά του, εφόσον φυσικά είχε συμπεριληφθεί στους εθνικούς μας λογαριασμούς.

Μια άλλη άμεση αξία χρήσης που δημιουργήθηκε κοντά στα δασικά μας οικοσυστήματα, και ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές οριακές περιοχές, είναι η καλλιέργεια του φυσικού χριστουγεννιάτικου δένδρου, η οποία βοήθησε ένα μεγάλο μέρος του ορεινού παραδασόβιου πληθυσμού να αποκτήσει εισόδημα και να παραμείνει στον τόπο καταγωγής του, αποσυμφορώντας ως ένα βαθμό την αστικοποίηση. Να σας ενημερώσω ότι πριν 15 χρόνια στην Ελλάδα υλοτομούνταν γύρω στα 130.000 καλλιεργούμενα ΦΧΔ, ενώ μέχρι πέρυσι αυτή η ποσότητα είχε πέσει στα 65.000 δένδρα. Όμως, έρευνα μας έδειξε πόσο μεγάλο περιθώριο υπάρχει στην Ελληνική αγορά για ανάπτυξη του προϊόντος, ανάλογο με τον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό χώρο, όπου η αγορά του ΦΧΔ έχει έναν κύκλο εργασιών πάνω από μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ.

Πέρα όμως, από τις παραπάνω αξίες χρήσης, που είναι παραδοσιακές και λίγο ως πολύ γνωστές, τα ελληνικά δάση θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για πιο σύγχρονους σκοπούς. Ένας από αυτούς είναι η συλλογή της δασικής βιομάζας για ενεργειακούς λόγους. Ήδη αυτή η πρακτική εφαρμόζεται σε κάποιες περιοχές του κόσμου, και αποδεικνύεται πως μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στις ενεργειακές ανάγκες των πληθυσμών, αλλά και στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Να σας αναφέρω χαρακτηριστικά ότι στην Ινδονησία, από την ετήσια διαθέσιμη δασική βιομάζα μπορεί να παραχθεί τέτοια ποσότητα
βιομεθανόλης που να καλύψει τις ανάγκες σε ηλεκτρισμό 52.000 χωριών, δηλαδή του 86% των χωριών της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η εκπομπή έως και 38% CO2. Στη χώρα μας, όπου είναι αναγκαία η απομάκρυνση μέρους της συσσωρευμένης δασικής βιομάζας, η οποία αποτελεί πολύ εύφλεκτη ύλη και πολλές φορές αποτελεί την αιτία πρόκλησης των δασικών πυρκαγιών, είναι αναγκαίο να βρούμε τους κατάλληλους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της, συμβάλλοντας με έναν ακόμα τρόπο στην δημιουργία της πράσινης οικονομίας. Αυτό δείχνει πως η διαχείριση των δασών μας πρέπει πια να λαμβάνει και τέτοιους παράγοντες υπόψη της, για να είναι περιβαλλοντικά πιο ολοκληρωμένη.
Βέβαια, το γεγονός πως η δασική βιομάζα είναι φορέας αποθήκευσης άνθρακα, θα πρέπει να μας προβληματίσει για το άριστο της διαχείρισής της. Παγκοσμίως το 24% του εκλυόμενου CO2 προέρχεται από τις αλλαγές χρήσης γης στη δασοπονία. Από την εκχέρσωση, δηλαδή, δασών για τη δημιουργία αγροτικών καλλιεργειών. Η απομάκρυνση δασικής βιομάζας είναι επιθυμητή ως ένα βαθμό, αλλά πρέπει να παίρνουμε υπόψη το συνολικό απόθεμα σε άνθρακα που εμπεριέχει. Γενικά, όλη αυτή η συζήτηση περί δέσμευσης CO2 και της αγοράς που έχει δημιουργηθεί γύρω από αυτή, αποκαλύπτει και το πόσο σημαντική είναι η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Τα δάση μας είναι ενεργές αποθήκες CO2. Σε μια αγορά στην οποία η χώρα μας, όπως είπε και τη Δευτέρα ο κύριος Χρυσόγελος στο debate, θα πρέπει να αγοραστούν δικαιώματα ρύπων από τις ελληνικές βιομηχανίες, καταλαβαίνεται πόση αξία έχει πια η προστασία των ελληνικών δασών. Ήδη, υπάρχουν κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που προσφέρουν την εθελοντική αγορά αντισταθμισμάτων εκπομπών CO2 σε τιμές που κυμαίνονται από 5 έως 25 ευρώ ανά τόνο CO2, ενώ στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του Θερμοκηπίου κατά μέσο όρο ο τόνος εμπορευόταν στα 16 ευρώ. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας τα ελληνικά δάση περιείχαν το 2005 59 εκατομμύρια μετρικούς τόνους απόθεμα σε άνθρακα. Αν υποθέσουμε ότι χοντρικά σε ένα ελληνικό δάσος αποθηκεύονται 4 τόνοι ανά εκτάριο και έτος, αυτό ισοδυναμεί με μια αξία των ελληνικών δασών όσον αφορά τη δέσμευση του CO2 που ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πολλές πάντως από τις εταιρίες που προσφέρουν αυτά τα δικαιώματα, επενδύουν τα χρήματα από τις εθελοντικές προσφορές επιχειρήσεων σε δασώσεις και αναδασώσεις, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σημαντικότητα της λειτουργίας αυτής των δασών.

Τέλος, σημαντικότατη θεωρείται πια η λειτουργία των δασών ως παραγωγοί και ρυθμιστές της ποιότητας του νερού, καθώς και της απορροής του. Δεν θα αναφερθώ στα έμμεσα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την αντιπλημμυρική προστασία που προσφέρουν τα δάση στα κατάντη. Ελπίζω ότι οι πολίτες της ΒΑ Αττικής δεν θα έχουν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν μέσα στο φθινόπωρο. Θα αναφερθώ κυρίως στο δάσος ως πάροχο νερού. Έχει αποδειχθεί ότι η αλλαγή στην ποσότητα νερού ρευμάτων κατά ένα κυβικό μέτρο συμβάλλει στην αλλαγή της ποσότητας του πόσιμου νερού κατά την καλοκαιρινή περίοδο κατά 0,19 και κατά την υπόλοιπη περίοδο κατά 0,07 κυβικά μέτρα με αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες. Το οικονομικό όφελος των δασών όσον αφορά την παραγωγή νερού αντίστοιχα έχει υπολογιστεί σε περίπου 125 και 47 € ανά Ha για την θερινή και χειμερινή περίοδο αντίστοιχα. Κατανοείται, λοιπόν, πόσο σημαντική είναι και αυτή η λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων.

Τα δάση στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση ήταν από τις ελάχιστες παραγωγικές οικονομικές μονάδες που διαχειρίστηκαν αειφορικά. Η προστασία τους και η κατανόηση του σημαντικότατου ρόλου τους θα συμβάλλει στη συνέχιση αυτού του τρόπου διαχείρισης. Είναι πιθανά γνωστό, εξάλλου, ότι η έννοια της αειφορίας ξεκίνησε από την επιστήμη της δασολογίας το 1713, όταν ο αυστριακός ερευνητής Carlowitz διαπίστωσε την αλόγιστη εκμετάλλευση των δασικών οικοσυστημάτων της Κεντρικής Ευρώπης. Αν το διαπιστώσουμε και εμείς αυτό, ίσως να δώσουμε μεγαλύτερη κληροδοτική αξία στα δασικά μας οικοσυστήματα.

Ο στόχος της σημερινής μου ομιλίας ήταν διπλός. Ο πρώτος, να αναδειχτεί ο πολύπλευρος και σημαντικός ρόλος των ελληνικών δασών όσον αφορά την ελληνική οικονομία και μέσω αυτού να γίνει κατανοητός ο δεύτερος στόχος: πως αν το δασικό κεφάλαιο της χώρας μας συμπεριλαμβανόταν στους εθνικούς μας λογαριασμούς, θα πετυχαίναμε εξ αρχής τη βάση μιας πράσινης οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα λάμβανε υπόψη της την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Μην ξεχνάμε ότι, οι οικονομικές αξίες που προκύπτουν από τα δασικά οικοσυστήματα είναι κατά κύριο λόγο ούτως ή άλλως «πράσινες». Χωρίς αυτά, λοιπόν, είναι δύσκολο να ελπίζουμε σε μια πράσινη οικονομία.

13 Οκτ 2009

ΔΑΣΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

ΔΑΣΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Η περίπτωση της Οίτης, της Γκιώνας, της Μεσσαπίας Εύβοιας και της Κασσάνδρας Χαλκιδικής

Στέφανος Σταμέλλος
Μέλος των Οικολόγων Πράσινων

Η περιοχή της Ρούμελης χαρακτηρίζεται από πανέμορφους και ιδιαίτερους ορεινούς όγκους, μεταξύ των οποίων αυτούς της Γκιώνας και της Οίτης. Τα δύο βουνά, ιστορικοί τόποι που ενέπνευσαν και φιλοξένησαν μεγάλους αγώνες για την ελευθερία και ανεξαρτησία του ελληνικού λαού, ξεχωρίζουν για τα φυσικά τους οικοσυστήματα και για τη μοναδικότητα κάποιων φυτικών και ζωικών ειδών, αιτία που οδήγησε στην ένταξή τους στο Δίκτυο ΦΥΣΗ 2000. Μέρος της Οίτης, ειδικότερα, έχει χαρακτηρισθεί ως Εθνικός Δρυμός από το 1966.
Τόσο, όμως, στη Γκιώνα όσο και στην Οίτη η μεταλλευτική δραστηριότητα έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος του οικοσυστήματος και απειλεί ακόμη μεγαλύτερο. Και στους δύο ορεινούς όγκους είναι ολοφάνερη η εγκατάλειψη σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική προστασία και ειδικότερα τη δασοπροστασία. Το καθεστώς Εθνικού Δρυμού που ισχύει στην Οίτη δεν επαρκεί, οι μεταλλευτικές εταιρείες το αγνοούν με θράσος και προτείνουν εξορύξεις ακόμα και μέσα στον πυρήνα του, ενώ ο Φορέας Διαχείρισης του Δρυμού υπολειτουργεί. Παλιότερες προτάσεις επιστημόνων του Υπουργείου Γεωργίας για διεύρυνση των ορίων του δρυμού και του καθεστώτος προστασίας δεν εισακούστηκαν, ενώ η πρόταση τοπικών φορέων για ίδρυση Δασαρχείου Οίτης έπεσε στο κενό.

Αντίστοιχα, στη Γκιώνα η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, η έννοια δε της περιβαλλοντικής προστασίας και της εφαρμογής του νόμου στην περιοχή είναι παντελώς άγνωστη. Αν και ένα μεγάλο τμήμα της εντάσσεται στο Δίκτυο ΦΥΣΗ 2000, το βουνό τρώγεται με μανία από τις μεταλλευτικές εταιρείες και τα δάση του εξαφανίζονται με γοργούς ρυθμούς είτε άμεσα (στις θέσεις εξόρυξης) είτε έμμεσα από τη γενικότερη υποβάθμιση που τα επηρεάζει. Έτσι, η δασική βλάστηση έχει συρρικνωθεί σε σχέση με το παρελθόν και οι συνέπειες είναι ανεπανόρθωτες τόσο στη βιοποικιλότητα όσο και στο μικροκλίμα της περιοχής, στο τοπίο και στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα.

Την υποβάθμιση αυτή των δύο μεγάλων ορεινών όγκων μας δεν μπορεί να αποτρέψει ούτε η Δασική Υπηρεσία. Αρμόδια και αποκλειστικά υπεύθυνη κάποτε για τη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας, συντελούσε στην προστασία τους και καθοδηγούσε την τοπική κοινωνία σε προσοδοφόρες δασοκομικές ασχολίες. Σήμερα, απογυμνωμένη από αρμοδιότητες και ερημωμένη από προσωπικό, παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να μπορεί να επέμβει ουσιαστικά. Οι δασοκομικές ασχολίες – οι τόσο απαραίτητες και για την προστασία του δάσους από πυρκαγιά – έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ οι δασοφύλακες που επιτηρούν για κάθε λογής παρανομία ή κίνδυνο, χρεώνονται τεράστιες εκτάσεις για επιτήρηση, δουλεύοντας έτσι αναποτελεσματικά.
Μεγάλη ανησυχία δε για περαιτέρω υποβάθμιση της Γκιώνας και της Οίτης προκαλεί – εκτός των παραπάνω – το ενδεχόμενο πυρκαγιάς. Η αδυναμία της Δασικής Υπηρεσίας να πραγματοποιήσει έργα πρόληψης, η έλλειψη Ενιαίου Φορέα Δασοπυρόσβεσης, το δύσβατο οδικό δίκτυο των ορεινών περιοχών, οι μεγάλες αποστάσεις των δασικών οικοσυστημάτων Γκιώνας και Οίτης από τα αστικά κέντρα, η έλλειψη πυροφυλακίων και η ηλικιακή σύνθεση του ολιγάριθμου ορεινού πληθυσμού είναι παράγοντες που μάλλον απαισιοδοξία εμπνέουν στο ενδεχόμενο πυρκαγιάς.

Για να επιτευχθεί η δασοπροστασία στη Γκιώνα και στην Οίτη επείγει καταρχήν η αλλαγή του μεταλλευτικού κώδικα, που υπερισχύει κάθε χρήσης και ιδιοκτησίας στη μεταλλευτική περιοχή όταν πρόκειται για «λόγους δημοσίου συμφέροντος» και η κατάργηση των προθέσεων της σημερινής ηγεσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ και των συναρμόδιων υπουργείων για ολοκληρωτική καταστροφή της Γκιώνας και μετατροπή και της Οίτης σε μεταλλευτική ζώνη, δηλαδή σε μια δεύτερη Γκιώνα. Προθέσεις που φάνηκαν από το πρόσφατο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τη Βιομηχανία, σύμφωνα με το οποίο όλη η περιοχή της Φωκίδας και της Φθιώτιδας μετατρέπονται σε ένα τεράστιο εργοτάξιο εξόρυξης και επεξεργασίας μεταλλεύματος. Σχέδιο που δείχνει πως το παιχνίδι δεν είναι τοπικό, αλλά αφορά ένα μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας, άρα θυσιάζεται ξεκάθαρα ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης σε ιδιωτικά συμφέροντα και τίθεται σε κίνδυνο ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας, καθώς και μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, των οποίων η υγεία και η ποιότητα ζωής θα επηρεαστούν από τις επιπτώσεις της μεταλλείας και τις επεμβάσεις στα ύδατα. Επομένως, η μεταλλευτική δραστηριότητα στη Γκιώνα μας αφορά όλους, όπως όλους μας αφορά η εκτροπή του Αχελώου, τα μεταλλεία στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, το χωροταξικό για τον τουρισμό, κ.ά.

Η δασοπροστασία δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε με επιφανειακές εξορύξεις που αποψιλώνουν τις δασικές περιοχές ούτε με υπόγειες εξορύξεις που αλλάζουν οριστικά τον υδροφόρο ορίζοντα και επηρεάζουν το έδαφος, το υπέδαφος και τα υπόγεια νερά του δασικού οικοσυστήματος.

Επείγει, επίσης, η διεύρυνση των ορίων προστασίας των δύο οικοσυστημάτων. Στην Οίτη είναι αναγκαία καταρχήν η διεύρυνση του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, μιας και στον ήδη θεσμοθετημένο δεν συμπεριλήφθηκαν εξαρχής σημαντικές για προστασία περιοχές. Επιπλέον, μέχρι σήμερα δεν έχουν οριστεί με την προβλεπόμενη ΚΥΑ οι ζώνες και οι όροι, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις ανά ζώνη του Εθνικού Δρυμού, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 1650/86, γεγονός που μάλλον υποκινήθηκε από τις προθέσεις για μετατροπή της περιοχής σε μεταλλείο. Άλλωστε, ερωτήματα των Οικολόγων Πράσινων Φθιώτιδας (30.12.2008) προς τον Υφυπουργό κ. Κιλτίδη (μετά από τοποθετήσεις του σε ραδιοφωνικό σταθμό) σχετικά με τα μεταλλεία και το σχεδιασμό του Υπουργείου για το μέλλον της Οίτης, δεν απαντήθηκαν ποτέ.
Στη Γκιώνα, από την άλλη, επιβάλλεται η τήρηση του νόμου και η απόλυτη εναρμόνιση των δραστηριοτήτων στην περιοχή με το καθεστώς προστασίας της, ενώ η διεύρυνση των ορίων προστασίας πρέπει να συνδυαστεί με οριστική παύση της μεταλλευτικής δραστηριότητας και αποκατάσταση των πληγέντων τμημάτων του βουνού, αποκατάσταση της πληγείσας ιδιοκτησίας των ντόπιων κατοίκων και επαγγελματική αποκατάσταση των εργαζομένων στα μεταλλεία.

Επιμένοντας στην κατεύθυνση της δασοπροστασίας, οι Οικολόγοι Πράσινοι απαιτούμε – ταυτόχρονα με τα παραπάνω – την άσκηση σε εθνικό επίπεδο μιας ισχυρής δασικής πολιτικής και μιας συνεκτικής πολιτικής για τις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου ΦΥΣΗ 2000, οι οποίες θα δίνουν βάρος στην πρόληψη των καταστροφών, στην επιστημονική διαχείριση των φυσικών μας οικοσυστημάτων και στην αξιοποίησή τους ως φυσικό πόρο. Οι άξονες αυτοί θα εφαρμόζονται αναγκαστικά και για την περιοχή της ευρύτερης ορεινής Στερεάς Ελλάδας, παράλληλα με τη λειτουργία και αναβάθμιση του ρόλου της Επιτροπής «Φύση 2000», ως ανεξάρτητου φορέα, συμβούλου του αρμόδιου Υπουργείου, με επαρκή στελέχωση από εξειδικευμένο επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό.

Μια άλλη κατεύθυνση που πρέπει να στραφούμε είναι η εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας – Πλαίσιο για τα νερά (2000/60/ΕΚ), κατά την οποία οι υδρολογικές λεκάνες πρέπει να αποτυπώνονται λεπτομερώς και να αποκτήσουν Σχέδιο Διαχείρισης, ενώ οι περιφέρειες υποχρεούνται να μελετήσουν άμεσα μέτρα για την παρακολούθηση των επιφανειακών νερών και την αποτροπή της ρύπανσής τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρόθεση της εταιρείας ΕΛΜΙΝ να επεκτείνει τη δραστηριότητά της εντός της λεκάνης απορροής του ποταμού Μόρνου στη Γκιώνα δεν εναρμονίζεται με την Οδηγία – Πλαίσιο και σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει την προστασία των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Αντιθέτως, τα θέτει ξεκάθαρα σε κίνδυνο, απειλώντας έτσι και την υδροδότηση του λεκανοπεδίου Αττικής.

Το παράδειγμα στις Σκουριές Χαλκιδικής είναι αναμφισβήτητο: Η υπόγεια εξόρυξη μαστεύει τα νερά της ευρύτερης περιοχής, τα οποία διαφεύγουν προς τα χαμηλότερα επίπεδα των στοών, όπου επιβαρύνονται με ευδιάλυτες ορυκτές ουσίες. Τα νερά αυτά αντλούνται από τα υπόγεια έργα επειδή εμποδίζουν τις εργασίες εξόρυξης και απορρίπτονται επιβαρυμένα σε επιφανειακούς αποδέκτες. Συχνά πριν την έναρξη της εκμετάλλευσης διανοίγεται μια σειρά από γεωτρήσεις περιφερειακά του κοιτάσματος, από τις οποίες αντλείται όλος ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας για να μην δημιουργεί προβλήματα στην εξόρυξη.
Οι επιφανειακοί και οι υπόγειοι ταμιευτήρες νερού στραγγίζουν, με θύματα τα δάση της περιοχής, τις καλλιέργειες και την υδροδότηση των οικισμών. Λόγω των ρωγματώσεων των πετρωμάτων και των κενών που δημιουργούνται από την εξορυκτική διαδικασία, η υδρολογία της περιοχής αλλάζει εντελώς. Η ισορροπία δεν αποκαθίσταται ούτε μετά το πέρας της δραστηριότητας και η αιμορραγία συνεχίζεται στο διηνεκές.
Όταν το 1998 ξεκίνησε η διάνοιξη μιας μεταλλευτικής στοάς στις Σκουριές στα Μεταλλεία Κασσάνδρας Χαλκιδικής, η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων προέβλεπε ότι θα βγαίνουν 35 κ.μ. νερού την ώρα. Οι προβλέψεις αποδείχθηκαν τραγικά λανθασμένες. Η στοά «χτύπησε» φλέβα νερού με παροχή 350 κ.μ. την ώρα, τα οποία παροχετεύθηκαν στο γειτονικό ρέμα. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, το άλλοτε καθαρό νερό του βουνού ήταν ένας μολυσμένος όξινος βούρκος που βρωμοκοπούσε θειάφι.
Παρά τις επανειλημμένες καταγγελίες πολιτών και του Δήμου Παναγίας, οι Σκουριές είναι στην ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα. Και αντί να γίνουν έργα αποκατάστασης για να διαφυλαχθούν τα πολύτιμα υδατικά αποθέματα, προωθείται η έγκριση ενός θηριώδους μεταλλείου χρυσού/χαλκού και εγκαταστάσεων καθετοποίησης της εξόρυξης με μεταποιητικές μονάδες, που θα καταστρέψει ολοκληρωτικά την υδροφορία του ορεινού όγκου. Σημειώνεται ότι η δασοκάλυψη της περιοχής αγγίζει το 90% και αποτελεί το μεγαλύτερο ταμιευτήρα καθαρού νερού στη Χαλκιδική.

Παρόμοια η κατάσταση και στη Μεσσαπία της κεντρικής Εύβοιας, όπου συντελείται ένα από τα χειρότερα εγκλήματα κατά της δημόσιας υγείας και του δασικού περιβάλλοντος. Μείγμα βαρέων μετάλλων διοχετεύεται στον υδροφόρο ορίζοντα από όπου υδρεύονται χιλιάδες ανυποψίαστοι πολίτες και το λαθρεμπόριο υγρών και στερεών αποβλήτων που ανθεί στην περιοχή μολύνει το νερό και το έδαφος με δηλητηριώδη συστατικά. Κάτοικοι του Δήμου Μεσσαπίων, περιβαλλοντικοί σύλλογοι και επιστήμονες που πραγματοποίησαν αυτοψία, πιθανολογούν ότι η ΛΑΡΚΟ έχει μερίδιο ευθύνης για τη μόλυνση των υπόγειων υδάτων.
Από το 1969 στην κεντρική Εύβοια βρίσκεται η καρδιά της εξορυκτικής βιομηχανίας σιδηρονικελιούχου μεταλλεύματος της ΛΑΡΚΟ, που έχει κατασκάψει όλη την ενδοχώρα σε βάθος 300 και 400 μέτρων. Όλα της τα νταμάρια καταλαμβάνουν περίπου 4.000 στρέμματα του Δήμου Μεσσαπίων, όλα μέσα σε πευκόφυτες περιοχές. Η εταιρεία με την εξορυκτική δραστηριότητα φράζει παράνομα τα υδατορέμματα με εκατομμύρια τόννους αδρανών υλικών. Όταν βρέχει, το νερό δεν έχει διέξοδο, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται στους κρατήρες των λατομείων και από κει να διοχετεύεται στον υδροφόρο ορίζοντα, συμπαρασύροντας βαρέα μέταλλα. Μόνο οι μετρήσεις του εξασθενούς χρωμίου φτάνουν τα 128 μg/l κατά τόπους (>60 μg/l στο δίκτυο της ΔΕΥΑΜ), όταν το όριο ασφαλείας σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι 0.

Να σημειωθεί επίσης, ότι αποκατάσταση των εγκαταλειμμένων χώρων εξόρυξης δεν έχει γίνει ποτέ, ενώ – όπως καταγγέλλουν οι τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις και μέλη των Οικολόγων Πράσινων στην περιοχή, στερεά τοξικά απόβλητα εναποτίθενται σε δασικές εκτάσεις, την επικινδυνότητα των οποίων διαπίστωσε και το Γενικό Χημείο του Κράτους.

Δυο λόγια, τέλος, για τις υπόλοιπες επιπτώσεις της μεταλλευτικής δραστηριότητας, που αν και ιδιωτική, στα χαρτιά μας συμφέρει όλους.
Οι εξορύξεις πάνω και κάτω από οικισμούς, που καταστρέφουν κάθε ιδιωτική ιδιοκτησία και την ασφάλεια του πληθυσμού και η κατίσχυση της μεταλλειοκτησίας έναντι της ιδιοκτησίας, μάλλον δεν ωφελούν το δημόσιο συμφέρον. Με τα νέα Χωροταξικά Σχέδια, μάλιστα, ενισχύονται οι διατάξεις του Μεταλλευτικού Κώδικα (Ν. 210/1973) και θωρακίζεται η προτεραιότητα της μεταλλείας έναντι των άλλων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της περιοχής, την προνομιακή πρόσβαση σε γη και σε παράκτιο χώρο και τη δασοπροστασία.
Από τα εκατομμύρια τόνους που εξορύσσονται, μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 20-25% απομακρύνεται από την ευρύτερη περιοχή της εξόρυξης και του εργοστασίου επεξεργασίας. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Μεσσαπίας, μέρος των αποβλήτων της εξόρυξης βωξίτη και παραγωγής αλουμινίου επιβαρύνει τις δασικές, αγροτικές και οικιστικές εκτάσεις στα κατάντη των αποθέσεων στείρων υλικών, ενώ με τον άνεμο και τις βροχοπτώσεις καταλήγει σε επιφανειακούς υδάτινους αποδέκτες. Το υπόλοιπο ποσοστό καταλήγει στο βυθό του Κορινθιακού κόλπου, πρακτική που εφαρμόζει και το «Αλουμίνιο» και η ΛΑΡΚΟ.

Η βιωσιμότητα της δραστηριότητας και της απασχόλησης που προσφέρει στην τοπική κοινωνία (συνήθως σε εργασίες χαμηλής ή μηδενικής ειδίκευσης) καθορίζεται νομοτελειακά από την διαμόρφωση των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά για το κάθε μέταλλο. Η χρονική διάρκεια της επένδυσης κατά την παγκόσμια πρακτική, συνδέεται αποκλειστικά με την οικονομική απόδοση του κοιτάσματος. Όταν τα οικονομικά δεδομένα ανατραπούν ή το εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα εξοφληθεί, όλα εγκαταλείπονται ξαφνικά και οι εργαζόμενοι μένουν χωρίς δουλειά. Η περιοχή που μέχρι πρότινος ζούσε από το μεταλλείο μετατρέπεται σε έναν «πλεονάζοντα χώρο» και θύλακα ανεργίας (Μαντούδι, Λαύριο) και οι άνεργοι μεταλλωρύχοι αποτελούν μία από τις χειρότερες περιπτώσεις ανέργων, επειδή έχουν κατά κανόνα χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και έχουν αποκοπεί από τον τοπικό ιστό απασχόλησης.

Επιπλέον, η μεταλλευτική περιοχή έχει υποστεί καταστροφές σε τόσο υψηλό βαθμό, που καμιά άλλη δραστηριότητα δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να συνεισφέρει στην τοπική οικονομία. Η Β. Χαλκιδική, για παράδειγμα, με τη μοναδική ομορφιά, αλλά με πανάρχαιη μεταλλευτική ιστορία και μισό αιώνα σύγχρονης εντατικής μεταλλευτικής εκμετάλλευσης, έχει φτάσει σήμερα να έχει μόλις το 1/3 του κατά κεφαλήν εισοδήματος της «άλλης», της τουριστικής Χαλκιδικής. Είναι επίσης η πιο αραιοκατοικημένη περιοχή του νομού, έχει το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και το μεγαλύτερο δείκτη θνησιμότητας από μεταλλειογενείς ασθένειες (πνευμονοκονίαση, καρκίνος, καρδιακά και αναπνευστικά νοσήματα). Έχει μόλις το 3% των τουριστικών κλινών της Χαλκιδικής και το 2% της παραθεριστικής κατοικίας. Οι τιμές της γης, ακόμα και της παραθαλάσσιας είναι δέκα τουλάχιστον φορές χαμηλότερες από την «άλλη» Χαλκιδική, γεγονός που οφείλεται στις βαρύτατες, μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες.

Σαν αντεπιχείρημα στην προοπτική απομάκρυνσης των μεταλλείων από τις περιοχές αυτές οι εταιρείες προβάλλουν τον οικονομικό μαρασμό και τον αποκλεισμό των πληθυσμών τους από την αγορά εργασίας. Οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ προτάσσουμε το δικό μας αντεπιχείρημα: το όραμά μας για μια άλλη ανάπτυξη, την Πράσινη Ανάπτυξη, που θα δημιουργήσει υγιείς, βιώσιμες, οικολογικά σταθερές συνθήκες επιβίωσης του πληθυσμού στον τόπο του και θα φιλοξενεί ήπιες δραστηριότητες απασχόλησης, συμβατές με τη νομοθεσία για τις προστατευόμενες περιοχές.

Η παύση της μεταλλείας δεν είναι η ταφόπλακα ούτε της Οίτης ούτε της Γκιώνας, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα φερέφωνα των μεταλλευτικών εταιρειών για να ξεχάσουμε ότι όσο λειτουργούν τα μεταλλεία παύει κάθε άλλη προοπτική. Η παύση της μεταλλείας μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την αρχή για μια άλλη οικονομική ανάπτυξη, ελπιδοφόρα, αειφόρα, τοπική και αλληλέγγυα, που θα τονώσει τον πληθυσμό χωρίς να υποθάλπει την υγεία και το μέλλον του. Που θα είναι εμπνευσμένη από τους πόρους που παρέχει ο ευρύτερος ορεινός όγκος – φυσικούς, κοινωνικούς, ανθρωπογενείς – και θα απευθύνεται με σεβασμό στον επισκέπτη του και στον καταναλωτή των προϊόντων του.

Είναι σαφές ότι οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουμε κάθε προσπάθεια των τοπικών κοινωνιών για την αποτροπή της μεταλλευτικής δραστηριότητας και τη δημιουργία των συνθηκών που θα τονώσουν την τοπική οικονομία σε πράσινες κατευθύνσεις. Και ειδικά, λόγω του δασικού χαρακτήρα τους, σε δραστηριότητες που θα σχετίζονται άμεσα με την αξιοποίηση του δασικού κεφαλαίου. Άλλωστε, την οικονομική αξία του δάσους αναγνωρίζει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που στο Ψήφισμα σχετικά με τη Δασική Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οριστική έκδοση: 30/01/1997) αναφέρει ότι: «Τα δάση αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους ανανεώσιμους πόρους που διαθέτει η Ευρώπη. Με υπεύθυνη διαχείριση και φροντίδα είναι δυνατόν να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες επ' αόριστον, βάσει προσέγγισης με προσανατολισμό την αγορά». Παρακάτω διαβάζουμε: «Λόγω της σημασίας του δασικού τομέα ως πηγής απασχόλησης και ευημερίας στην Ε.Ε., η εμπορική χρήση των δασών θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της δασικής στρατηγικής της Ε.Ε. και να ενσωματωθεί στη χρήση των δασών για άλλους σκοπούς. Η δασική στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται στην αναγνώριση της ποικιλομορφίας των ευρωπαϊκών δασών, της πολυλειτουργικότητάς τους και την ανάγκη για οικολογική, οικονομική και κοινωνική αειφορία».
Στο ίδιο ψήφισμα επισημαίνεται η ανάγκη προστασίας του δάσους ακριβώς για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ως προσοδοφόρος φυσικός πόρος και ως πηγή απασχόλησης. Έτσι, διαβάζουμε: «Η υποβάθμιση των δασών εξακολουθεί να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην Ευρώπη. Η Επιτροπή καλείται να υποβάλει προτάσεις για να επιτραπεί η ανάληψη δράσης κατά της διάβρωσης και της απερήμωσης, προκειμένου να προστατευθεί και να συντηρηθεί η οικονομική και βιολογική αξία της δασικής κληρονομιάς και να ενισχυθεί ο ρόλος της στη διατήρηση της ισορροπίας της υπαίθρου, με ιδιαίτερη αναφορά στα προβλήματα ειδικών περιοχών, συμπεριλαμβανομένων και των ορεινών».

ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Β. ΑΤΤΙΚΗΣ

ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Β. ΑΤΤΙΚΗΣ

Μανώλης Γιοματάρης, εκπρόσωπος της Μ.Κ.Ο. «Πευκίτες»

Η Αστικοποίηση των δασών είναι στην πραγματικότητα η καταστροφή των δασών. Η κατανόηση των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν σε αυτή την παρανοϊκή συμπεριφορά έναντι της φύσης είναι αναγκαία για τη σφαιρική παρουσίαση του προβλήματος. Θα παρεκκλίνω ελάχιστα από το θέμα της εισήγησης και θα μιλήσω λίγο και για τις αγροτικές γαίες διότι μας ανησυχεί πλέον όχι μόνο η καταστροφή των δασών αλλά και των αγροτικών γαιών και όλων εκείνων των εκτάσεων που στην Αττική αποτελούσαν και αποτελούν ακόμη σε κάποια σημεία αυτό που είναι παγκοσμίως γνωστό ως «αττικό τοπίο» με την έννοια του οποίου γαλουχήθηκαν γενιές ολόκληρες, κυρίως στη δύση και αποτελεί μέρος αυτού που ονομάζουμε κληρονομιά μας .

Ιστορική αναδρομή
Η τύχη των δασών της Αττικής συνδέθηκε άρρηκτα με τον σχηματισμό της μεγάλης ιδιοκτησίας κατά τον 19ο αι. που δημιουργήθηκε μετά την απελευθέρωση. Δυστυχώς, ο περιορισμένος χρόνος δεν επιτρέπει την ανάλυση της περιόδου για την οποία πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι κατά τη διάρκεια της δημιουργούνται τα μεγάλα ιδιωτικά και μοναστηριακά κτήματα που κυριαρχούν στις περιοχές της Αττικής έως τον μεσοπόλεμο.

Το 1923 έχουμε τον πρώτο Γ.Ο.Κ. λόγω της άφιξης των προσφύγων από τη Μ. Ασία, ενώ λίγο αργότερα ξεκινάει η ίδρυση εξοχικών ή και προσφυγικών συνοικισμών σε μεγάλα κτήματα κοντά στην Αθήνα. Ιδρύονται έτσι οι εξοχικοί συνοικισμοί της Εκάλης (1924) του Διονύσου (1928) και της Ρέας (1929), αλλά και οι συνοικισμοί της Δροσιάς (1926) και ο «αγροτικός συνοικισμός των αξιωματικών» (1935).
Έχουμε λοιπόν ήδη πράξεις της διοίκησης που εντάσσουν δασικές εκτάσεις στο σχέδιο πόλης.
Αυτά συμβαίνουν όταν ήδη στον πρώτο δασικό κώδικα του 1929 απαγορεύεται η κατάτμηση των δασών αλλά και η υπαγωγή τους σε σχέδιο πόλης χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπ. Γεωργίας, ενώ από το 1924 η πώληση και οικοπεδοποίηση εκτός σχεδίου δασικών εκτάσεων δεν μπορούσε να γίνει βάσει ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου. Ορισμένοι όμως εξοχικοί συνοικισμοί δημιουργούνται παράνομα παρά τη θέσπιση των παραπάνω διατάξεων.

Στον Μεσοπόλεμο μεγάλες δασικές εκτάσεις ήδη καταστρέφονται προς όφελος της οικιστικής ανάπτυξης αφού πωλούνται με ή χωρίς άδειες κατάτμησης του Υπ. Γεωργίας , επομένως αρχίζει ήδη από την εποχή αυτή η αυθαίρετη οικοπεδοποίηση.

Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και στις δεκαετίες 50 και 60 έχουμε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση της Αθήνας και υπάρχουν επομένως αυξημένες οικιστικές ανάγκες Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες εντείνονται οι διαδικασίες κατακερματισμού της δασικής γης, η οποία είναι φθηνή και αγοράζεται παράνομα από οικοδομικούς συνεταιρισμούς και μεμονωμένους ιδιώτες.
Σε δασικές εκτάσεις όμως δεν δημιουργούνται πολυπληθείς αυθαίρετοι οικισμοί λαϊκών στρωμάτων όπως συμβαίνει την ίδια περίοδο σε πολλές περιοχές στην Αττική εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων. Οι δασικές εκτάσεις προορίζονται κυρίως για προνομιούχες κατηγορίες του πληθυσμού και η οικοπεδοποίηση τους γίνεται παράνομα κυρίως μέσω οικοδομικών συνεταιρισμών. Παράνομα γιατί από το 1948 μέχρι το 1971 η νομοθεσία απαγόρευε την κτήση εκτός σχεδίου δασικών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς και την υπαγωγή τους σε σχέδιο πόλεως.
Οι παραπάνω διαδικασίες οικιστικής ανάπτυξης συντελούνται και στο δασόκτημα Σταμάτας – Διονύσου, όπου μεγάλοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί εγκαταστάθηκαν μεταπολεμικά και στη συνέχεια άλλοι πέτυχαν την υπαγωγή τους στο σχέδιο άλλοι όχι.

Στη δεκαετία του ΄50 εντάσσεται τμηματικά στο σχέδιο πόλης όλη η περιοχή της Δροσιάς, βόρεια του συνοικισμού της Ρέας. Επίσης εγκρίνονται τα σχέδια των Ο.Σ. των «Δημοσιογράφων» στην Εκάλη (1951) του Εύξεινου Πόντου και της «Προκοννήσου» στη Σταμάτα (1955) , της Ν. Αιολίδας στο Διόνυσο (2800 στρ) (1962), της Αναγέννησης το 1965 και της «Παμμεσσηνιακής ένωσης» και «Ρέας Μεσσηνίων Δασικών» το 1969. Τα παραπάνω σχέδια των Ο.Σ. αν και εγκεκριμένα δεν θεωρούνται έγκυρα εφόσον απαγορευόταν η κτήση δασικών εκτάσεων από Ο.Σ., μέχρι το 1971.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και συγκεκριμένα το 1971 με το Ν. 886 για πρώτη φορά η νομοθεσία επέτρεψε να εντάσσονται δάση και δασικές εκτάσεις σε σχέδια πόλεως. Πώς όμως τουλάχιστον έως το 1971 οι αυθαίρετα οικοπεδοποιημένες εκτάσεις εντάχθηκαν στα σχέδια πόλης; Η απάντηση είναι ότι οι δασικές εκτάσεις πωλούνταν βάσει ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου σε ιδιώτες (κυρίως σε μεσαία και υψηλά εισοδήματα). Τα σχέδια αυτά εγκρίνονταν στη συνέχεια χωρίς άδεια κατάτμησης και προσυπογραφή του Υπ. Γεωργίας . Αν και δεν θεωρούνται έγκυρα δεν ανακαλούνται και σύμφωνα με τον πρώην γενικό διευθυντή της Δ/νσης Δασών κ. Φριαγκουδάκη (βλ. Βήμα 31.7.05) το ΥΠΕΧΩΔΕ, ενώ γνωρίζει ότι είναι άκυρα αυτά τα σχέδια, εξακολουθεί να τα υλοποιεί διαμέσου των πολεοδομικών υπηρεσιών κατά τρόπο αντισυνταγματικό και παράνομο από απόψεως πολεοδομικής αλλά και δασικής νομοθεσίας και πολλές φορές γνωρίζοντας ότι οι εκτάσεις αυτές κατά τεκμήριο ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο.
Στο «θολό» αυτό τοπίο οικοδομούνται πολλές περιοχές στην ΒΑ Αττική κυρίως στις παρυφές αλλά και στις πλαγιές του Πεντελικού. Παραδείγματα των παραπάνω είναι η Καλλιτεχνούπολη και ο Αγ. Σπυρίδωνας (κοντά στο Ντράφι),περιοχές και οι δύο όπου εντάχθηκαν μονομερώς στο σχέδιο πόλης χωρίς την προσυπογραφή δηλ. του διατάγματος από το Υπουργείο Γεωργίας. Στον Βουτζά το σχέδιο προ του ΄75 επεκτείνεται μέσα σε δασική περιοχή . Πώς γίνεται αυτό; Σύμφωνα με τον κ. Φραγκιουδάκη στα όρια των σχεδίων πόλεως συχνά οι πολεοδομικοί σχεδιασμοί βάζουν ανοιχτά οικοδομικά τετράγωνα τα οποία μετακυλίουν διαρκώς κατά τα όρια τους με αποτέλεσμα να χτίζουν αυθαίρετα στα δάση. (Αυτό το τρικ θα το δούμε και στην περίπτωση του Διονύσου).

Πολλές εκτάσεις κυρίως οικοδομικών συνεταιρισμών πιέζουν για εντάξεις στα σχέδια πόλης. Το σύνταγμα έχει θέσει φραγμούς στην πολιτεία σε ότι αφορά τη δόμηση σε δάση και δασικές εκτάσεις, όμως εκείνη συνεχώς αυθαιρετεί. Αυθαιρετεί λόγω του παραλογισμού που επικρατεί στη διοίκηση. Έτσι λοιπόν το δασαρχείο δεν ελέγχει εφόσον υπάρχει ρυμοτομικό σχέδιο το οποίο μπορεί να είναι παράνομο αλλά δεν έχει ανακληθεί ως άκυρο, οπότε εφαρμόζεται από τις κατά τόπους πολεοδομίες. Συχνά επίσης υπηρεσίες της διοίκησης δεν συνεργάζονται σωστά με αποτέλεσμα η μια να κάνει πράξεις αγνοώντας την άλλη .
Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον κ. Φριαγκουδάκη, έχει χτιστεί το 70ο/ο των δασών που ήταν αδόμητα το 1979 και είχαν παρανόμως ενταχθεί σε σχέδια πόλης, ενώ από το 1983 έως σήμερα μόνο 8000 στρέμματα από όσα εντάχθηκαν στην Αττική δεν είχαν προβλήματα από απόψεως δασικής νομοθεσίας. Επομένως οικισμοί και σχέδια πόλης μέσα στο Πεντελικό συχνά είναι άκυρα.

Αναζητώντας τις αιτίες της καταστροφής των δασών μας, υπό οποιαδήποτε μορφή,θα πρέπει σίγουρα να διακρίνουμε τις νέες τάσεις που εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης στη νεοελληνική κοινωνία. Μία από αυτές τις τάσεις ήταν και είναι η μαζική στροφή των ανθρώπων της πόλης προς αναζήτηση εξοχικής κατοικίας. Έτσι λοιπόν οι νεοέλληνες, αφού κατέστρεψαν τις υπέροχες έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ελληνικές πόλεις κατεδαφίζοντας τα περισσότερα νεοκλασικά και λαϊκότροπα αρχιτεκτονήματα, δημιουργώντας πόλεις απωθητικές που άρχιζαν να γίνονται και ρυπογόνες, εξωθήθηκαν με καινούργια μανία στην καταστροφή της ελληνικής υπαίθρου και του μοναδικού ελληνικού τοπίου με ότι αυτό συνεπάγεται.
Αυτή η τάση άρχισε να διαφαίνεται για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 70.

Ικανοποιώντας αυτή την τάση, οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. κι εν συνεχεία του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να «δίνουν τα δάση στο λαό», επιβραβεύοντας τους καταπατητές του παρελθόντος κι ενθαρρύνοντας τους μελλοντικούς μιμητές τους. Κι αυτό παρόλο που -μετά τη δασοκτόνα νομοθεσία της χούντας (Ν.Δ. 86/1969)- το Σύνταγμα του 1975 φρόντισε, πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, να προστατέψει θεσμικά τα δάση με τα άρθρα 24 και 117 (υποχρεωτική αναδάσωση των καμένων κι απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών μόνο υπέρ του Δημοσίου).

Η πρώτη τομή σημειώθηκε με τον Ν. 998/1979. Ο νόμος αυτός έθεσε τις βάσεις για τον αέναο αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων και τη μετατροπή τους σε οικόπεδα αφού περιείχε πολλά άρθρα που επέτρεπαν την οικοδόμηση των δασών και δασικών εκτάσεων κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

Το 1979 έχουμε το Π.Δ. που επιτρέπει την οικοδόμηση στον οικ. συνεταιρισμό των γιατρών «Ιπποκράτειος Πολιτεία» στην Πάρνηθα.

Τη δεκαετία του ’80 η ρήση «δώστε τα δάση» στον λαό ενδυναμώθηκε ενώ παράλληλα πίσω από κάθε μεγάλη πυρκαγιά υπήρχε κάποιος «εξωτερικός» ή «εσωτερικός εχθρός του έθνους» και μυστικά σενάρια που ήθελαν να πλήξουν την χώρα. Την ίδια στιγμή που τα παραπάνω σενάρια έδιναν κι έπαιρναν, μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων έκλειναν το μάτι (κι άνοιγαν την όρεξη) σε νέες γενιές οικοπεδοφάγων.

Τα τελευταία χρόνια απαρατήρητος σχεδόν έχει περάσει ένας καταιγισμός νομοθετικών, με στόχο την άρση της προστασίας των δασών και τη μετατροπή σε αξιοποιήσιμα φιλέτα. Εννοώ τον ν.3208/2003, το «Χωροταξικό Σχέδιο Τουρισμού» που επιτρέπει το χτίσιμο «σύνθετων και ολοκληρωμένων τουριστικών υποδομών» ακόμη και μέσα στις προστατευόμενες περιοχές NATURA, αναγορεύοντας σε «περιοχές προτεραιότητας» τις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, την επιχειρούμενη αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος και την επιχειρούμενη μεταβίβαση της αρμοδιότητας του Συμβουλίου Επικρατείας να κηρύσσει αντισυνταγματικές τις δασοκτόνες διατάξεις (όπως έχει κάνει επανειλημμένα μέχρι τώρα) σ' ένα διορισμένο και ισόβιο «Συνταγματικό Δικαστήριο».

Η διοίκηση ακόμη και σήμερα κάποιες φορές συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπονομεύει με την στάση της το μέλλον των δασών. Σας αναφέρω το παρακάτω παράδειγμα, το οποίο αντιμετωπίσαμε ως οργάνωση.
Παρατηρήσαμε, λοιπόν, ότι η Κτηματολόγιο Α.Ε. στον αναρτημένο κτηματολογικό χάρτη που απεικόνιζε τα διοικητικά όρια της κοινότητας Σταμάτας χαρακτηρίζει αστικές ζώνες εκτάσεις οι οποίες είναι δασικές και χαρακτηρίζονται τέτοιες και από τη Δασική Υπηρεσία. Η οργάνωσή μας αλληλογραφεί ήδη με τους αρμόδιους φορείς και το θέμα είναι σε εξέλιξη αν και οι μέχρι τώρα απαντήσεις της Κτηματολόγιο Α.Ε. κρίνονται επιεικώς ανεπαρκείς .

Η Περίπτωση της Βόρειας Αττικής

Διόνυσος

Στις 22/11/1954 με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας επετράπη στον οικοδομικό συνεταιρισμό Ν. Αιολίς να αγοράσει 2.500 στρέμματα για να δημιουργήσει «δασοσυνοικισμό» με την προϋπόθεση να τηρηθούν τρεις όροι οι οποίοι θα διασφάλιζαν το δασικό χαρακτήρα της περιοχής. Από μόνη της αυτή η απόφαση άνοιγε το δρόμο της οικοπεδοποίηση όμως δυστυχώς ούτε οι όροι δεν τηρήθηκαν ούτε ή έκταση παρέμεινε στα 2500 στρ. Ο οικισμός ενετάγη στο σχέδιο επί δικτατορίας με Βασιλικό διάταγμα του 1969 (ΦΕΚ 140/15-7-69). Στις αρχές των δεκαετιών του 80 και 90 έγιναν δύο μεγάλες πυρκαγιές στην περιοχή που είχαν σαν αποτέλεσμα να καούν μεγάλες εκτάσεις όμορες με τη δασική έκταση του οικοδομικού συνεταιρισμού Ν. Αιολίς. Έτσι ο συνεταιρισμός από τα αρχικά 2713 στρέμματα που είχε αγοράσει από το 1954 έως το 1958 για την δημιουργία δασοσυνοικισμού σήμερα φέρεται να κατέχει αδιευκρίνιστο αριθμό στρεμμάτων που πλησιάζει ίσως τα 5000. Εκτάσεις οικοδομήθηκαν παρότι είχαν καεί στην πυρκαγιά του 1990, αλλά δεν κηρύχθηκαν αναδασωτέες είτε γιατί θεωρήθηκαν ως επέκταση του υφιστάμενου σχεδίου είτε γιατί βρέθηκαν άλλες δικαιολογίες.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων το «κόλπο» που χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση σε δασική έκταση είναι εκείνο του «ανοικτού οικοδομικού τετραγώνου», όρο που χρησιμοποιούν οι πολεοδομικές υπηρεσίες αλλά αγνοεί το Σ.τ.Ε. (απόφαση 768/1998). Ο συνεταιρισμός το 1962 είχε μεταβιβάσει με συμβόλαια στους συνεταίρους όλα τα οικόπεδα (ΦΕΚ /Δ/70/8/6/62). Όμως συνέχισε να μεταβιβάζει οικόπεδα έως πρόσφατα. Αφού δεν είχε λοιπόν άλλες εκτάσεις, ποιες εκτάσεις συνέχιζε να μεταβιβάζει η Ν. Αιολίδα; Μήπως εδώ έχουμε μια περίπτωση εξόφθαλμης καταπάτησης δημόσιας γης;

Αγ. Στέφανος - Άνοιξη

Η περιοχή αυτή είναι γνωστή για το τέχνασμα της οικοδόμησης στα όρια οικισμού προϋπάρχοντος του 1923. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί κανείς να κτίσει σύμφωνα με το τον Ν. 998/79 σε έκταση που σήμερα είναι δάσος. Έτσι λοιπόν «διευρύνοντας» τα όρια του ενδεχόμενου παλαιού οικισμού χτίζουν σε πολλαπλάσιες εκτάσεις του αρχικού. Παράδειγμα είναι ο οικισμοί του Αγ. Στεφάνου) και Άνοιξης. Σε αυτούς τους δύο οικισμούς τεράστιες δασικές εκτάσεις έγιναν βορά στα χέρια των εμπόρων γης και των εργολάβων. Μετά από γνωμοδότηση του Συνηγόρου του Πολίτη, απόφαση του Σ.τ.Ε. και επίμονες κινήσεις των τοπικών περιβαλλοντικών οργανώσεων διακόπηκαν προσωρινά οι οικοδομικές άδειες στους δύο αυτούς δήμους (διότι φυσικά τα όρια του οικισμού προ του 23 είναι πολύ περιορισμένα σε σχέση με τα σημερινά , όπως αποδεικνύουν οι χάρτες του Caupert). Πράγματι στους παραπάνω χάρτες το Μπογιάτι εμφανίζεται σαν ένα μικρό χωριό. Οι εν λόγω δήμοι μετά την απόφαση της Νομαρχίας που ακύρωσε προσωρινά όλες τις οικοδομικές άδειες, ανήρτησαν στους ηλεκτρονικούς τους πίνακες ενημέρωσης το μήνυμα «Στον αέρα οι περιουσίες μας» και διοργάνωσαν εκδήλωση - κοσμοσυρροή στην οποία πήραν μέρος γνωστοί βουλευτές και πολιτευτές των δύο μεγάλων κομμάτων οι οποίοι και υποσχέθηκαν νομοθετική ρύθμιση του θέματος.

Γ.Π.Σ (Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια)

Τα Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τον ν. 1337/83 εκπονούνται κυρίως μετά από πρόταση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αν κάποιος ξεφυλλίσει έναν φάκελο εκπόνησης Γ.Π.Σ. από τον Ο.Ρ.Σ.Α.(Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας) θα καταλάβει την προχειρότητα με την οποία εκπονούνται τα Γ.Π.Σ., την προχειρότητα δηλαδή με την οποία χαράσσεται η πολεοδομική και χωροταξική πολιτική στη χώρα μας.
Εγώ προσωπικά μελέτησα το Γ.Π.Σ. της κοινότητας Σταμάτας του 1994 το οποίο ισχύει και σήμερα. Το Γ.Π.Σ. της Σταμάτας δεν λαμβάνει υπόψη τη γεωργική γη, η οποία αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα στην περιοχή, αναλύει επιφανειακά το φυσικό ανάγλυφο και τον φυσικό πλούτο, περιέχει λανθασμένα στοιχεία σε όρια υφιστάμενων οικισμών , δεν ελέγχει την νομιμότητα των υφιστάμενων οικισμών που δημιουργήθηκαν από τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς σε δασικές εκτάσεις, όπως αποδεικνύεται οι προβλέψεις του σε ότι αφορά στατιστικά κυρίως δημογραφικά στοιχεία είναι αρκετά λανθασμένες, αλλά κυρίως δεν λαμβάνει υπόψη του την ανάγκη για μεγαλύτερη οικονομία στον χώρο, όπως αναφέρει ρητά ό νόμος 1337/83, και τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως αυτές εκφράζονται στη νομολογία του Ε΄ Τμήματος του Σ.τ.Ε.
Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες, το Υπουργείο Γεωργίας δεν ερωτάται, η αρχαιολογική υπηρεσία απαντά διενεργώντας μια αυτοψία στον χώρο χωρίς να διαπιστώσει την ύπαρξη επιφανειακών αρχαιοτήτων (αφού οι επανειλημμένες ρίψεις μπαζών πιθανόν έχουν εξαφανίσει τα στοιχεία που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία )και κυρίως δεν ερωτάται η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία τουλάχιστον από τα ανασκαφικά δεδομένα της περιοχής αλλά και από τη σχετική βιβλιογραφία είχε περισσότερους λόγους να το κάνει.
Επίσης, δεν ορίζονται τα ρέματα και χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εφόσον πρόκειται για μελέτη και θα έπρεπε να τηρούνται τα στοιχειώδη επιστημονικά κριτήρια, δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές παραπομπές παρά μόνο σε ότι αφορά τη σεισμικότητα της περιοχής.
Το Γ.Π.Σ. είναι παλαιό και δεν είναι δυνατή η προσφυγή στο ΣΤΕ αν και η προσφυγή συχνά είναι ασύμφορη οικονομικά για τους ενεργούς πολίτες και σε γενικές γραμμές δεν αποτελεί πανάκεια.
Με αυτό το μη Γ.Π.Σ. σήμερα προχωράει η κοινότητα στη μελέτη για την ένταξη στο σχέδιο πόλης και σύμφωνα με αυτό πρόκειται να ενταχθούν 513 στρέμματα ενώ το παλαιό αρβανιτοχώρι καλύπτει 150 στρέμματα. Δεν πρόκειται επομένως για επέκταση αλλά για τη δημιουργία άλλων τριάμισι οικισμών.

Στη διπλανή κοινότητα της Ροδόπολης επιχειρήθηκε να ενταχθεί στο ΓΠΣ ολόκληρη δασική έκταση αλλά έγινε προσφυγή στο ΣΤΕ και ακυρώθηκε το 1998
Έχουμε λοιπόν την επίσημη πολιτεία που χαράσσει μια πολεοδομική πολιτική ενάντια στον φυσικό πλούτο της χώρας. Πολιτεία η οποία φέρεται πονηρά μην ξεχνώντας από ότι φαίνεται την οθωμανική περίοδο της ιστορίας της. Δηλαδή δοκιμάζει να παρανομήσει και αν δεν γίνει έγκαιρα αντιληπτή προχωράει στο καταστρεπτικό έργο της.
Δεν είναι τυχαίος ο οίστρος της διοίκησης αλλά και συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε ότι αφορά τις νέες εντάξεις. Οίστρος που αποτυπώνεται πολύ έντονα στην τελευταία πρόταση του ΥΠΕΧΩΔΕ για το Νέο Ρυθμιστικό της Αθήνας.

Η κατάσταση σήμερα – Προοπτικές

Σήμερα στην Πεντέλη διεκδικούν εκτάσεις η Μονή Πεντέλης, 28 οικοδομικοί συνεταιρισμοί, ιδιώτες και υπάρχουν αμφίβολες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με ιδιοκτησιακά ζητήματα Διεκδικήσεις αξιώνει επίσης και μια μεγάλη κοινωνική ομάδα που εκπροσωπείται από απογόνους πρώην ακτημόνων στους οποίους δόθηκαν στον Μεσοπόλεμο κλήροι. Σήμερα πολλές από αυτές τις εκτάσεις προστατεύονται από το Π.Δ. για την προστασία του Πεντελικού (Π.Δ. 755/88), και έχουν μικρή οικονομική αξία. Αν γίνουν οικοδομήσιμες, η αξία τους εκτοξεύεται...
Οι περιοχές του Β.Α. Πεντελικού κατοικούνται κυρίως από πρώην αγρότες – κληρούχους, οι οποίοι ανήκαν σε αρβανίτικες φάρες και έχουν μεταλλαχτεί σε εργολάβους και μεσίτες. Είναι λίγοι άλλα διαχειρίζονται μεγάλες εκτάσεις. Αυτοί αποτελούν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων και συνήθως εκλέγουν δήμαρχο – πρόεδρο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα τους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που όλοι σχεδόν οι δήμοι που τους αγγίζει το Π.Δ 755/88 (Πεντελικό κάλος) ζητούν επίμονα την άρση του.
Σε αυτές τις περιοχές παρατηρείται συχνά το φαινόμενο να αφήνονται μεγάλες εκτάσεις ακαλλιέργητες αφού οι ιδιοκτήτες περιμένουν ενδεχόμενη ένταξη στο σχέδιο πόλης. Έτσι απαξιώνεται ένας τρόπος ζωής, δημιουργούνται προσδοκίες για εύκολα κέρδη αδιαφορώντας για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι συνεχείς τακτοποιήσεις και εντάξεις δημιουργούν ένα αίσθημα αδικίας απέναντι στους «μη τακτοποιημένους» και παγιώνονται στην κοινωνία παρασιτικές συμπεριφορές.
Από τα παραπάνω κρίνεται επιβεβλημένη η αφαίρεση αρμοδιοτήτων από την τοπική αυτοδιοίκηση σε ότι αφορά την χάραξη χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής τουλάχιστον σε εκείνους τους δήμους που οι αδόμητες ιδιόκτητες εκτάσεις είναι περισσότερες από τις δομημένες. Η χωροταξική πολιτική είναι μια εθνική πολιτική και πρέπει να εκτελείται από κεντρικά, επιστημονικά όργανα τα οποία θα τηρούν τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης.

Έγινε έως τώρα πιστεύω αντιληπτό ότι υπάρχει από σύστασης του ελληνικού κράτους μια σύμπραξη κρατικών μηχανισμών και μιας μερίδας της κοινωνίας που έχει ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση δασικών εκτάσεων και την μετάλλαξη του αττικού τοπίου. Υπόβοσκε πάντα η αντίδραση σε αυτές τις δράσεις, δεν μπόρεσε όμως να εκφραστεί γιατί στην πραγματικότητα δεν προσδοκούσε σε οφέλη ,κυρίως οικονομικά, όπως η αντίπαλη ομάδα. Έχω την εντύπωση πως αν και μετά τις τελευταίες πυρκαγιές δεν υπάρξει οργανωμένη αντίδραση απέναντι σε αυτήν την σύμπραξη τότε προμηνύεται ένα μέλλον περισσότερο σταχτί.

Υποσημείωση:

[1] Οι πληροφορίες για αυτήν την περίπτωση προέρχονται από δημοσιεύματα εφημερίδων και κυρίως από τον Ριζοσπάστη της 23/8/2000.