Υπάρχει πράσινη οικονομία χωρίς δασικά οικοσυστήματα;
Κωνσταντίνος Γ. Παπασπυρόπουλος
M.Sc. Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος, Υποψήφιος Διδάκτορας Δασικής Οικονομικής ΑΠΘ, Εργαστηριακός Συνεργάτης ΤΕΙ Λαμίας
Φίλες και φίλοι, καταρχήν να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω σε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα για τη Δασοπροστασία. Ως Δασολόγος, ως Υποψήφιος Διδάκτορας της Δασικής Οικονομικής στο ΑΠΘ, αλλά και ως δάσκαλος τέτοιων θεμάτων στο ΤΕΙ Λαμίας, χαίρομαι όταν υπάρχουν πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην αφύπνιση όλων μας σχετικά με την αξία των δασικών οικοσυστημάτων και την αναγκαιότητα προστασίας τους.
Η ημερίδα αυτή, λοιπόν, τιτλοφορείται: «Η Δασοπροστασία ως Εθνική Προτεραιότητα». Επιτρέψτε μου να θέσω ένα, ρητορικό ίσως, ερώτημα: μήπως τελικά μιλάμε για τα αυτονόητα; Για πράγματα τα οποία δεν θα έπρεπε να απασχολούν καθόλου την καθημερινότητά μας, αλλά να τα θεωρούμε δεδομένα;
Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν κομμάτι του εγχώριου φυσικού μας κεφαλαίου. Ενός κεφαλαίου του οποίου η οικονομική αποτίμηση προτείνεται πια από τα Ηνωμένα Έθνη και πολλούς ακαδημαϊκούς παγκοσμίως να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι των εθνικών μας λογαριασμών και να επηρεάζει τη διαχρονική πορεία της οικονομίας μας. Θα ανέμενε κανείς, λοιπόν, πως θα ήμασταν οι πρώτοι που θα έπρεπε να τα διαφυλάττουμε, ως ένα σημαντικότατο περιουσιακό μας στοιχείο. Πως όντως η Δασοπροστασία θα αποτελούσε Εθνική Προτεραιότητα και Υποχρέωση. Αντ’ αυτού, όμως, η συμπεριφορά μας ως προς τον δασικό πλούτο της χώρας μάς έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία έχουμε αρχίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά να «χάνουμε και το δάσος και το δένδρο»…
Για το λόγο αυτό, η δική μου ομιλία σε αυτή την ημερίδα έχει ως στόχο να αναδείξει τον πολύπλευρο οικονομικό ρόλο των δασικών οικοσυστημάτων και πώς αυτά αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της λεγόμενης πράσινης οικονομίας.Το «πρασίνισμα» της οικονομίας έχει αρχίσει να συζητείται παγκοσμίως εδώ και 40 χρόνια περίπου. Από τότε που ακαδημαϊκοί και διάφοροι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο τρόπος με τον οποίο μετρούμε την ευημερία των εθνικών μας οικονομιών μέσω των εθνικών λογαριασμών και τη δημιουργία δεικτών σαν το ΑΕΠ είναι λανθασμένος, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη η χρήση των φυσικών πόρων, του εθνικού φυσικού κεφαλαίου δηλαδή, της κάθε χώρας. Σε τι ακριβώς κάνουμε λάθος, δηλαδή; Να σας δώσω το παρακάτω απλό παράδειγμα: ενώ καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς το εισόδημα που προκύπτει από την υλοτομία της ξυλείας, δεν καταγράφεται πουθενά η ελάττωση του δάσους από το οποίο προκύπτει αυτή η ξυλεία. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για τα παραγόμενα από τον άνθρωπο βιομηχανικά προϊόντα, όποτε τα χρησιμοποιούμε, υπολογίζουμε πάντα και τις αποσβέσεις. Στους δασικούς και γενικά στους φυσικούς πόρους δεν κάνουμε κάτι αντίστοιχο.
Από τις πρώτες χώρες που αντέδρασε θετικά σε αυτή την συζήτηση ήταν η Νορβηγία, η οποία διαπίστωσε ότι οι φυσικοί πόροι πάνω στους οποίους στηριζόταν η οικονομική της ανάπτυξη δεν ήταν ανανεώσιμοι, και κάποια στιγμή θα τελείωνε η διαθεσιμότητά τους.
Για το λόγο αυτό, εφάρμοσε κατά τη δεκαετία του 70 ένα σύστημα εθνικών λογαριασμών οι οποίοι απεκάλυπταν την ετήσια χρήση των δασών, της αλιείας, των ενεργειακών πόρων και της γης, και με βάση αυτά τα δεδομένα εφάρμοσε τις αναγκαίες πολιτικές για τους τομείς της οικονομίας που εξαρτιόνταν από τους φυσικούς πόρους. Οι πρώτες αυτές προσπάθειες της Νορβηγίας, μετέπειτα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, αλλά και η έρευνα για τη δημιουργία των λεγόμενων «περιβαλλοντικών», ή «πράσινων» λογαριασμών, οδήγησε τα Ηνωμένα Έθνη το 1993 στη δημιουργία του Συστήματος Ενοποιημένων Περιβαλλοντικών και Οικονομικών λογαριασμών με απώτερο στόχο να χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον από τα κράτη του δυτικού κόσμου, ενώ μετά από διάφορες αλλαγές κατέληξε στη νέα έκδοσή τους το 2003. Στο «πράσινο» αυτό, λοιπόν, σύστημα, προτείνεται επιγραμματικά η δημιουργία λογαριασμών που να δείχνουν σε φυσικές μονάδες τη ροή των φυσικών πόρων από το περιβάλλον στην οικονομία, καθώς και λογαριασμών που να αποκαλύπτουν τα αποθέματα των φυσικών πόρων και τις αυξομειώσεις στη διαθεσιμότητά τους διαχρονικά. Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι δυνατή η κατάληξη σε περιβαλλοντικά διορθωμένους μακροοικονομικούς δείκτες που θα αποκαλύπτουν την ευημερία μιας οικονομίας, έχοντας λάβει υπόψη τη χρήση των φυσικών πόρων.
Φυσικά, το σύστημα αυτό, παρόλο που κινείται στη σωστή κατεύθυνση για τον στόχο της αειφορίας, έχει διάφορα προβλήματα. Σημαντικότερο όλων ότι δεν απαιτεί να συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς τους λογαριασμούς οι υπηρεσίες του οικοσυστήματος που
δεν έχουν κάποια αγοραία αξία. Έτσι, όμως, δεν καταδεικνύεται η συνολική σημασία του φυσικού πόρου για την οικονομία μιας χώρας. Εμείς οι επιστήμονες του περιβάλλοντος προτείνουμε αυτό να γίνεται μέσω της
εκτίμησης της Συνολικής Οικονομικής Αξίας (total economic value) των φυσικών πόρων και της ένταξής τους στους παραπάνω λογαριασμούς. Η συνολική οικονομική αξία είναι το άθροισμα της αξίας χρήσης (use value) και της αξίας μη χρήσης (non-use value) ενός πόρου. Η αξία χρήσης, αντίστοιχα, είναι το άθροισμα της άμεσης αξίας χρήσης (direct use value), της έμμεσης αξίας χρήσης (indirect use value) και της δυνητικής αξίας (option value). Η αξία μη χρήσης, τέλος, είναι το άθροισμα της κληροδοτικής αξίας (bequest value) και της αξίας ύπαρξης (existence value).
Για να σας δώσω να καταλάβετε πώς αυτό το σύστημα εφαρμόζεται, θα αναφερθώ στα δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας, που αποτελούν το μεγαλύτερο φυσικό μας πόρο, αφού καταλαμβάνει το 49,5% της χερσαίας μας έκτασης (6,5 εκ Ηα). Η άμεση αξία χρήσης στα δάση μας (direct use value) είναι η αξία που προκύπτει από την άμεση χρήση τους για ξυλεία, για αναψυχή, βόσκηση, κυνήγι, και μη ξυλώδη προϊόντα. Οι δραστηριότητες αυτές μπορεί να είναι εμπορεύσιμες, δηλαδή να υπόκεινται στους νόμους της αγοράς, όπως το ξύλο, ή μη εμπορεύσιμες, δηλαδή να μην υπάρχει κάποια κανονική αγορά στην οποία να εμπορεύονται (συγκομιδή καυσόξυλου). Η έμμεση αξία χρήσης (indirect use value) είναι η αξία που προκύπτει από την έμμεση χρήση των περιβαλλοντικών αγαθών. Αυτή η έμμεση χρήση έχει να κάνει κυρίως με την οικολογική λειτουργία τους, όπως είναι η προστασία από τις πλημμύρες, η αντιδιαβρωτική προστασία, τα ενδιαιτήματα άγριας ζωής, η δέσμευση CO2 και η προστασία του εδάφους. Η δυνητική αξία (option value) είναι η αξία που προκύπτει από την προοπτική να χρησιμοποιήσει κάποιος το αγαθό κάποτε στο μέλλον. Όλες αυτές οι αξίες προκύπτουν από τη χρήση του δάσους γι αυτό και ονομάζονται αξίες χρήσης.
Η αξία μη χρήσης, από την άλλη, είναι η αξία που οι άνθρωποι προσδίδουν στους δασικούς πόρους και που δεν συνδέεται με χρήση τους. Τα δύο πιο συνηθισμένα παραδείγματα είναι η κληροδοτική αξία (bequest value) και η αξία ύπαρξης (existence value). Η κληροδοτική αξία σχετίζεται με το όφελος που έχει κάποιος όταν γνωρίζει ότι κάποιος άλλος ωφελείται ή θα ωφελείται στο μέλλον από τον πόρο αυτό. Αυτή είναι ίσως και η πιο ηθική αξία που απορρέει από τη σχέση μας με τους δασικούς πόρους και το σε τι κατάσταση θα τους μεταβιβάσουμε στα παιδιά μας. Η αξία ύπαρξης, τέλος, αντικατοπτρίζει το όφελος του να γνωρίζει κανείς ότι ο πόρος υπάρχει, ακόμα και αν είναι απίθανο να τον χρησιμοποιήσει με κάποιο τρόπο.
Ας δούμε λίγο τις άμεσες αξίες χρήσης στα δάση μας. Παραδοσιακή τέτοια αξία είναι η απόληψη της ξυλείας. Παρόλο που πια τα δάση δεν χρησιμοποιούνται για αποκλειστικά
ξυλοπαραγωγικούς σκοπούς, όπως γινόταν παλιότερα, και έχουμε μετατοπιστεί στην πολυλειτουργική δασοπονία, η προστασία τους είναι και για το προϊόν αυτό αναγκαία.
Έρευνα του 2007 σε εννιά χώρες της ΕΕ αποδεικνύει πως κατά μέσο όρο μια μείωση των δασικών πόρων κατά 1 ευρώ προκαλεί μείωση του οικονομικού αποτελέσματος ολόκληρης της εθνικής οικονομίας κατά 2,7 ευρώ. Από αυτά, μόνο το 1,1 είναι μείωση του οικονομικού αποτελέσματος στο δασικό τομέα, δηλαδή τις επιχειρήσεις μεταποίησης ξυλείας, τις επιχειρήσεις επίπλων καθώς και τις επιχειρήσεις χαρτιού. Τα υπόλοιπα 1,6 ευρώ είναι επίπτωση στην εθνική οικονομία.
Σημαντική είναι η συμβολή, όμως, και προϊόντων τα οποία δεν συμμετέχουν στο μηχανισμό της αγοράς, αλλά έχουν άμεση αξία χρήσης. Τέτοια είναι για παράδειγμα τα καυσόξυλα που συλλέγονται ατελώς από τους παραδασόβιους πληθυσμούς, ή τα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα (όπως τα θηράματα, το μέλι, τα κάστανα, η ρίγανη, η ρητίνη) των οποίων η σημαντικότητα έχει αρχίσει να ξανασυζητείται, αφού όπως υπολόγισαν πολύ πρόσφατα ερευνητές στην Ελβετία η αγορά αυτή έχει ετήσια τρέχουσα αξία γύρω στα 25 εκατομμύρια ευρώ. Στην Ελλάδα, γνωστή σημαντική οικονομική αξία από μη ξυλώδη προϊόντα είναι αυτή που προκύπτει από τη δραστηριότητα της θήρας, η οποία σύμφωνα με το ΥΑΑΤ άφηνε στο κράτος το 2005 γύρω στα 5,5 εκατομμύρια ευρώ μέσω των αδειών θήρας, καθώς και ένα άγνωστο, αλλά σημαντικό ποσό στις μικρές τοπικές επιχειρήσεις της περιφερειακής οικονομίας που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτή τη δραστηριότητα, όπως οι επιχειρήσεις εστίασης και καταλυμάτων.
Γενικότερα, όμως, μιλώντας, η δασική αναψυχή στη χώρα μας, ως έμμεση αξία χρήσης, φαίνεται να μην είναι ένα τόσο διαδεδομένο προϊόν. Παρόλο μάλιστα που στην Ελλάδα έχουμε ένα μεγάλο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών ενταγμένων στο δίκτυο Φύση 2000, φαίνεται πως αρκετοί από εμάς αγνοούν αυτές τις περιοχές ως πηγές αναψυχής, πολιτισμού και αισθητικών αξιών.
Για παράδειγμα, έρευνά μας στο Αισθητικό Δάσος Κουρί του Αλμυρού στο Νομό Μαγνησίας, δηλαδή στο μοναδικό πεδινό δρυοδάσος της Ελλάδας και ένα από τα ελάχιστα της ΝΑ Ευρώπης, έδειξε ότι το 80% των επισκεπτών ήταν κάτοικοι του Αλμυρού, ενώ το υπόλοιπο 20% είχε άμεση σχέση με την γύρω περιοχή, καταδεικνύοντας την «άγνοια» του υπόλοιπου πληθυσμού της χώρας για το βιογενετικό αυτό απόθεμα. Επίσης, από τους επισκέπτες αυτούς, γύρω στο 55% το επισκέπτονταν μόνο για να καθίσουν στο εστιατόριο – καφέ, το οποίο μάλιστα βρισκόταν λίγα μέτρα μόλις από την είσοδο του δάσους, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουν τις οικολογικές αξίες της περιοχής.
Παρόλα αυτά, όμως, οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται να αναγνωρίζουν θεωρητικά τη σημαντικότητα ύπαρξης τέτοιων περιοχών και των οικολογικών αξιών που προσφέρουν,
δηλώνοντας έτοιμοι να πληρώσουν κάποιο αντίτιμο για να έχουν την ευκαιρία να συνεχίσουν να απολαμβάνουν, έστω και δυνητικά τις ωφέλειες που προκύπτουν από αυτούς. Θα σας αναφέρω χαρακτηριστικά δύο έρευνες του Εργαστηρίου Δασικής Οικονομικής του ΑΠΘ, μια για το περιαστικό δάσος Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη και μια, η προαναφερθείσα, για το Αισθητικό Δάσος Κουρί του Νομού Μαγνησίας.
Όσον αφορά το Δάσος του Σέιχ Σου, η έρευνα απέδειξε ότι οι συμμετέχοντες, που ήταν πάνω από 400 άτομα, είναι έτοιμοι σε ποσοστό 84% εξ αυτών να πληρώσουν ετήσια εφάπαξ εισφορά για την προστασία του δάσους περί τα 29,5 ευρώ (τιμές 2003). Η προθυμία αυτή αποκαλύπτει ότι το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης έχει μια Συνολική Οικονομική Αξία η οποία αποτιμάται περίπου στα 304 εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη, οι επισκέπτες του Αισθητικού Δάσους Κουρί στον Αλμυρό του Βόλου επιθυμούν και αυτοί σε ποσοστό 84% να πληρώνουν 3 ευρώ ανά επίσκεψη για την είσοδό τους στο Δάσος, στο υποθετικό σενάριο της έλλειψης επαρκών πόρων για την προστασία του. Αυτή η προθυμία πληρωμής αποκαλύπτει μια αξία του Δάσους Κουρί περί τα 13 εκατομμύρια ευρώ. Με αυτά τα στοιχεία καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό θεωρείται το δασικό κεφάλαιο της χώρας και, σε σύνδεση με τα προηγούμενα που σας ανέφερα, τι επίπτωση θα είχε στην οικονομία μας μια ξαφνική απώλειά του, εφόσον φυσικά είχε συμπεριληφθεί στους εθνικούς μας λογαριασμούς.
Μια άλλη άμεση αξία χρήσης που δημιουργήθηκε κοντά στα δασικά μας οικοσυστήματα, και ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές οριακές περιοχές, είναι η καλλιέργεια του φυσικού χριστουγεννιάτικου δένδρου, η οποία βοήθησε ένα μεγάλο μέρος του ορεινού παραδασόβιου πληθυσμού να αποκτήσει εισόδημα και να παραμείνει στον τόπο καταγωγής του, αποσυμφορώντας ως ένα βαθμό την αστικοποίηση. Να σας ενημερώσω ότι πριν 15 χρόνια στην Ελλάδα υλοτομούνταν γύρω στα 130.000 καλλιεργούμενα ΦΧΔ, ενώ μέχρι πέρυσι αυτή η ποσότητα είχε πέσει στα 65.000 δένδρα. Όμως, έρευνα μας έδειξε πόσο μεγάλο περιθώριο υπάρχει στην Ελληνική αγορά για ανάπτυξη του προϊόντος, ανάλογο με τον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό χώρο, όπου η αγορά του ΦΧΔ έχει έναν κύκλο εργασιών πάνω από μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ.
Πέρα όμως, από τις παραπάνω αξίες χρήσης, που είναι παραδοσιακές και λίγο ως πολύ γνωστές, τα ελληνικά δάση θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για πιο σύγχρονους σκοπούς. Ένας από αυτούς είναι η συλλογή της δασικής βιομάζας για ενεργειακούς λόγους. Ήδη αυτή η πρακτική εφαρμόζεται σε κάποιες περιοχές του κόσμου, και αποδεικνύεται πως μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στις ενεργειακές ανάγκες των πληθυσμών, αλλά και στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Να σας αναφέρω χαρακτηριστικά ότι στην Ινδονησία, από την ετήσια διαθέσιμη δασική βιομάζα μπορεί να παραχθεί τέτοια ποσότητα
βιομεθανόλης που να καλύψει τις ανάγκες σε ηλεκτρισμό 52.000 χωριών, δηλαδή του 86% των χωριών της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η εκπομπή έως και 38% CO2. Στη χώρα μας, όπου είναι αναγκαία η απομάκρυνση μέρους της συσσωρευμένης δασικής βιομάζας, η οποία αποτελεί πολύ εύφλεκτη ύλη και πολλές φορές αποτελεί την αιτία πρόκλησης των δασικών πυρκαγιών, είναι αναγκαίο να βρούμε τους κατάλληλους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της, συμβάλλοντας με έναν ακόμα τρόπο στην δημιουργία της πράσινης οικονομίας. Αυτό δείχνει πως η διαχείριση των δασών μας πρέπει πια να λαμβάνει και τέτοιους παράγοντες υπόψη της, για να είναι περιβαλλοντικά πιο ολοκληρωμένη.
Βέβαια, το γεγονός πως η δασική βιομάζα είναι φορέας αποθήκευσης άνθρακα, θα πρέπει να μας προβληματίσει για το άριστο της διαχείρισής της. Παγκοσμίως το 24% του εκλυόμενου CO2 προέρχεται από τις αλλαγές χρήσης γης στη δασοπονία. Από την εκχέρσωση, δηλαδή, δασών για τη δημιουργία αγροτικών καλλιεργειών. Η απομάκρυνση δασικής βιομάζας είναι επιθυμητή ως ένα βαθμό, αλλά πρέπει να παίρνουμε υπόψη το συνολικό απόθεμα σε άνθρακα που εμπεριέχει. Γενικά, όλη αυτή η συζήτηση περί δέσμευσης CO2 και της αγοράς που έχει δημιουργηθεί γύρω από αυτή, αποκαλύπτει και το πόσο σημαντική είναι η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Τα δάση μας είναι ενεργές αποθήκες CO2. Σε μια αγορά στην οποία η χώρα μας, όπως είπε και τη Δευτέρα ο κύριος Χρυσόγελος στο debate, θα πρέπει να αγοραστούν δικαιώματα ρύπων από τις ελληνικές βιομηχανίες, καταλαβαίνεται πόση αξία έχει πια η προστασία των ελληνικών δασών. Ήδη, υπάρχουν κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που προσφέρουν την εθελοντική αγορά αντισταθμισμάτων εκπομπών CO2 σε τιμές που κυμαίνονται από 5 έως 25 ευρώ ανά τόνο CO2, ενώ στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του Θερμοκηπίου κατά μέσο όρο ο τόνος εμπορευόταν στα 16 ευρώ. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας τα ελληνικά δάση περιείχαν το 2005 59 εκατομμύρια μετρικούς τόνους απόθεμα σε άνθρακα. Αν υποθέσουμε ότι χοντρικά σε ένα ελληνικό δάσος αποθηκεύονται 4 τόνοι ανά εκτάριο και έτος, αυτό ισοδυναμεί με μια αξία των ελληνικών δασών όσον αφορά τη δέσμευση του CO2 που ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πολλές πάντως από τις εταιρίες που προσφέρουν αυτά τα δικαιώματα, επενδύουν τα χρήματα από τις εθελοντικές προσφορές επιχειρήσεων σε δασώσεις και αναδασώσεις, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σημαντικότητα της λειτουργίας αυτής των δασών.
Τέλος, σημαντικότατη θεωρείται πια η λειτουργία των δασών ως παραγωγοί και ρυθμιστές της ποιότητας του νερού, καθώς και της απορροής του. Δεν θα αναφερθώ στα έμμεσα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την αντιπλημμυρική προστασία που προσφέρουν τα δάση στα κατάντη. Ελπίζω ότι οι πολίτες της ΒΑ Αττικής δεν θα έχουν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν μέσα στο φθινόπωρο. Θα αναφερθώ κυρίως στο δάσος ως πάροχο νερού. Έχει αποδειχθεί ότι η αλλαγή στην ποσότητα νερού ρευμάτων κατά ένα κυβικό μέτρο συμβάλλει στην αλλαγή της ποσότητας του πόσιμου νερού κατά την καλοκαιρινή περίοδο κατά 0,19 και κατά την υπόλοιπη περίοδο κατά 0,07 κυβικά μέτρα με αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες. Το οικονομικό όφελος των δασών όσον αφορά την παραγωγή νερού αντίστοιχα έχει υπολογιστεί σε περίπου 125 και 47 € ανά Ha για την θερινή και χειμερινή περίοδο αντίστοιχα. Κατανοείται, λοιπόν, πόσο σημαντική είναι και αυτή η λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων.
Τα δάση στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση ήταν από τις ελάχιστες παραγωγικές οικονομικές μονάδες που διαχειρίστηκαν αειφορικά. Η προστασία τους και η κατανόηση του σημαντικότατου ρόλου τους θα συμβάλλει στη συνέχιση αυτού του τρόπου διαχείρισης. Είναι πιθανά γνωστό, εξάλλου, ότι η έννοια της αειφορίας ξεκίνησε από την επιστήμη της δασολογίας το 1713, όταν ο αυστριακός ερευνητής Carlowitz διαπίστωσε την αλόγιστη εκμετάλλευση των δασικών οικοσυστημάτων της Κεντρικής Ευρώπης. Αν το διαπιστώσουμε και εμείς αυτό, ίσως να δώσουμε μεγαλύτερη κληροδοτική αξία στα δασικά μας οικοσυστήματα.
Ο στόχος της σημερινής μου ομιλίας ήταν διπλός. Ο πρώτος, να αναδειχτεί ο πολύπλευρος και σημαντικός ρόλος των ελληνικών δασών όσον αφορά την ελληνική οικονομία και μέσω αυτού να γίνει κατανοητός ο δεύτερος στόχος: πως αν το δασικό κεφάλαιο της χώρας μας συμπεριλαμβανόταν στους εθνικούς μας λογαριασμούς, θα πετυχαίναμε εξ αρχής τη βάση μιας πράσινης οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα λάμβανε υπόψη της την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Μην ξεχνάμε ότι, οι οικονομικές αξίες που προκύπτουν από τα δασικά οικοσυστήματα είναι κατά κύριο λόγο ούτως ή άλλως «πράσινες». Χωρίς αυτά, λοιπόν, είναι δύσκολο να ελπίζουμε σε μια πράσινη οικονομία.